Ο πόλεμος είναι η άλλη όψη της «ειρήνης» τους – Να μην πληρώσουμε και αυτή την κρίση τους
Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια πρωτόγνωρων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα, με βασική κινητήριο δύναμη την υγειονομική κρίση λόγω COVID-19. Οι σοβαρές ανακατατάξεις που παρουσιάστηκαν σε οικονομικό επίπεδο όλο αυτό το διάστημα και οι αναταράξεις στην ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού, πλέον γίνονται όλο και πιο εμφανείς, πιο χειροπιαστές στην καθημερινότητα και στις ζωές μας, σε όλες τους τις εκφάνσεις: ακρίβεια, πληθωρισμός, επισιτιστική κρίση. Περαιτέρω όξυνση του παγκόσμιου σκηνικού έχει προκαλέσει φυσικά ο πόλεμος και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα τους εκατομμύρια ξεριζωμένους/νες πρόσφυγες και μια απρόβλεπτη ενεργειακή κρίση να εξελίσσεται σε πλήρη κλίμακα. Το παραπάνω πλαίσιο αποτελεί ένα εκρηκτικό μίγμα, που έχει δημιουργήσει πρωτόγνωρες συνθήκες σε κάθε άκρη της γης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Παρόλες τις κορώνες των κυρίαρχων για δήθεν ανάκαμψη μετά την πανδημία, βρισκόμαστε στη πραγματικότητα στην αρχή μιας νέας οικονομικής κρίσης, με ελαφρώς διαφορετικές συνθήκες. Δεν αποτελεί, άλλωστε, έκπληξη ότι η γενικότερη πορεία της οικονομίας στην Ελλάδα, ακολουθεί την τάση της περιόδου 2008-2015, κατά την οποία είχαμε γενικότερη καθίζηση των οικονομικών «δεικτών» (π.χ. ανάπτυξης) και έκρηξη της ανεργίας, ενώ στη συνέχεια παρατηρήθηκε αύξηση τιμών με την περαιτέρω «ομαλοποίηση» της αγοράς.
Αυτό οφείλεται, αρχικά, στην βίαιη «επανεκκίνηση» της οικονομίας, μετά την άρση των κρατικών lockdown και μέρους των περιορισμών. Η έλλειψη των πρώτων υλών λόγω της υπολειτουργίας του καπιταλισμού παγκοσμίως, ακολουθούμενη από ξαφνική υψηλή αγοραστική ζήτηση και κατανάλωση σε πολλούς κλάδους όπως π.χ. τρόφιμα, εστίαση, λιανεμπόριο, αναψυχή, ταξίδια, διασκέδαση κτλ. έφεραν δομική αστάθεια σε ένα σύστημα που λειτουργεί μηχανικά (παραγωγή, εφοδιαστική αλυσίδα, μεταφορές, εξυπηρέτηση ζήτησης), με αποτέλεσμα να έχουμε ακραίες αυξήσεις τιμών σε βασικά αγαθά ή προϊόντα (κυρίως σε τρόφιμα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.α.). Αυτό φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι αυξήθηκε ξαφνικά η αγοραστική δύναμη παγκοσμίως, απλά η «ανάγκη» για κατανάλωση σε πολλούς κλάδους μετατέθηκε για τις καλένδες, όταν θα άνοιγαν ξανά οι αγορές. Καθώς οι καπιταλιστικές εφοδιαστικές αλυσίδες και η παραγωγή χώλαιναν, τα ναύλα για τις μεταφορές αυξήθηκαν κατακόρυφα, η ζήτηση για παροχή υπηρεσιών μέσω κούριερ και ταχυδρομικών εταιρειών έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη και τελικά όλων των ειδών οι αυξήσεις στην παροχή υπηρεσιών, πέρασαν στον τελικό καταναλωτή. Παράλληλα, η αύξηση του πληθωρισμού σε τιμές ρεκόρ (>5% στην Ευρώπη), κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τη γενικότερη ακρίβεια και τις ανατιμήσεις, δημιουργώντας μια νέα, ασφυκτική συνθήκη για τη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία, δηλαδή τους οικονομικά μη-προνομιούχους.
Προς την παραπάνω κατεύθυνση συμβάλλει αναμφισβήτητα, η ενεργειακή κρίση και τα γεωπολιτικά παιχνίδια γύρω από το φυσικό αέριο, στο φόντο του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας. Με την σταδιακή επανεκκίνηση των οικονομιών, την αύξηση των μετακινήσεων, της συνολικής κατανάλωσης αλλά και τις ενεργειακές απαιτήσεις λόγω χειμώνα, υπήρξε αλματώδης αύξηση στην ζήτηση φυσικού αερίου. Δεδομένου ότι η ενεργειακή εξάρτηση των Ευρωπαϊκών χωρών από το Ρωσικό φυσικό αέριο κυμαίνεται περίπου στο 35-40% (ανάλογα τη χώρα), είναι προφανές ότι αποτελεί το βαρύ «πυροβολικό» του Ρωσικού κεφαλαίου. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, ο παγκόσμιος ρυθμιστής της τιμής της ενέργειας αυτή τη στιγμή, είναι η καθημερινή εξέλιξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία με την εμπλοκή ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ σε αυτόν τον πόλεμο. Η αστάθεια που προκαλείται είναι παγκόσμιας κλίμακας, με τα χρηματιστήρια και τις διεθνείς αγορές να ανεβοκατεβαίνουν, παρασέρνοντας τις τιμές των καυσίμων και των πρώτων υλών παγκοσμίως. Ούτως ή άλλως, όσον αφορά το ενεργειακό κομμάτι, η απειλή εισβολής εξαρχής, αποτελούσε στην αρχή έναν από τους βασικούς μοχλούς πίεσης από την πλευρά της Ρωσίας προς ΕΕ & ΗΠΑ. Η σχεδιαζόμενη κατασκευή του νέου αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος θα παράκαμπτε την Ουκρανία, είχε ως σκοπό την αύξηση της παροχής (άρα και τα οικονομικά οφέλη του Ρωσικού κεφαλαίου) προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Με τη διαφαινόμενη ακύρωση των σχεδίων για τον Nord Stream 2, το Ρωσικό κράτος στράφηκε προς την αγορά της Κίνας, μετά από την ανακοίνωση νέων συμφωνιών σε βάθος 30ετίας. Το κεφάλαιο βρίσκει πάντα τις απαραίτητες λύσεις, ακόμα και μέσα στους πιο πολύπλοκους κρατικούς διαξιφισμούς, ξεπερνώντας τις κρίσεις που το ίδιο δημιουργεί. Από την άλλη μεριά, ΕΕ & ΗΠΑ ανατροφοδοτούν συνεχώς τις πρωτογενείς αιτίες των πολεμικών συγκρούσεων, εξοπλίζοντας το Ουκρανικό κράτος, περιμένοντας με το δάχτυλο στη σκανδάλη στα σύνορα των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ.
Σε κάθε περίπτωση, οι ακραίες αυξήσεις του ενεργειακού κόστους, λόγω των διακρατικών διαξιφισμών, νομοτελειακά θα καταλήξουν στην κοινωνική βάση, στους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες. Αυτή είναι άλλωστε η ουσία και η φύση του καπιταλισμού: η συσσώρευση κερδών και η γέννηση περαιτέρω κεφαλαίων, εις βάρος των εκμεταλλευόμενων. Μαζί με τις αυξήσεις των πρώτων υλών και των καυσίμων, το συνολικό κόστος μετακυλίεται στις τιμές των βασικών αγαθών και των ειδών πρώτης ανάγκης, προκαλώντας γενικευμένη επισιτιστική κρίση και περαιτέρω φτωχοποίηση των οικονομικά αδύναμων στρωμάτων ανά την υφήλιο. Σε πολλές χώρες παγκοσμίως, ήδη έχουν ξεσπάσει αντιδράσεις (Ισπανία, Μαρόκο, Αλβανία κτλ.), ενώ στο Καζακστάν οι ακραίες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και ο πληθωρισμός, είχαν ως αποτέλεσμα να λάβουν χώρα πολεμικές συγκρούσεις με την εμπλοκή του στρατού εναντίον των διαδηλωτών.
Όσον αφορά την Ελλάδα, φιγουράρει ως ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα παγκοσμίως, αναφορικά με την ακρίβεια, τις αυξήσεις τιμών και του πληθωρισμού.
Τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο διεξάγεται μία άνευ προηγουμένου ληστρική επίθεση των από πάνω προς την κοινωνική βάση. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, σε συνδυασμό με την υγειονομική κρίση των τελευταίων 2 ετών, οδήγησε στην περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων στο εσωτερικό της χώρας. Το κόστος ζωής αυξήθηκε κατακόρυφα ενώ το βιοτικό επίπεδο υποβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο, εντείνοντας την φτωχοποίηση και την εξαθλίωση των κατώτερων και μικρομεσαίων στρωμάτων. Από την άλλη το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε αποτέλεσαν προνομιακό περιβάλλον ώστε να μετατραπεί και αυτή η οικονομική και πολιτική συνθήκη, σε ευκαιρία για το κεφάλαιο και την πολιτική εξουσία.
Σε ότι αφορά το εργασιακό-ασφαλιστικό, το αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη το οποίο ψηφίστηκε πέρυσι το καλοκαίρι και αποτελεί πλέον νόμο του κράτους, ήρθε για να ισοπεδώσει μια σειρά εργατικών κεκτημένων, ενώ ανάμεσα σε αλλά προωθεί την κατάργηση του κεκτημένου 8ώρου και θεσμοθετεί την απλήρωτη υπερωρία την οποία συμψηφίζει με άδειες και ρεπό. Επιπλέον προβλέπει την αύξηση των υπερωριών στις 150 ώρες από́ 120 χωρίς (βέβαια) καμιά μισθολογική́ προσαύξηση, κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, ποινικοποίηση της απεργίας και του ταξικού συνδικαλισμού. Παράλληλα στον τομέα του ασφαλιστικού, ο νόμος προβλέπει την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, περαιτέρω μείωση συντάξεων και την κατάργηση της οικονομικής ενίσχυσης του ΕΚΑΣ. Οι αιτίες βέβαια που διαμορφώνουν το παραπάνω σκηνικό, θα πρέπει να αναζητηθούν στη φύση του υπάρχοντος συστήματος και όχι απλά σε μία εύπεπτη και εύκολη ανάλυση του τύπου «φταίει η δεξιά ή αριστερή κυβέρνηση». Η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων έχει σαν σκοπό την αύξηση του κεφαλαίου και την μεγιστοποίηση των κερδών που είναι και η ουσία του καπιταλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό και όταν τα αφεντικά μιλάνε για ανάπτυξη, ουσιαστικά μιλάνε για επίθεση στην εργατική τάξη και σε δικαιώματα τα οποία έχουν κατακτηθεί με αγώνες και κόστος. Φυσικά για να επικυρωθεί και να νομιμοποιηθεί κοινωνικά η εργασιακή εκμετάλλευση χρειάζεται και τον κατάλληλο στυλοβάτη. Τον ρόλο αυτόν έρχεται να τον αναλάβει το κράτος, το οποίο μέσω κατάθεσης και ψήφισης νόμων και νομοσχεδίων προασπίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Μέσα σε αυτή την εργασιακή δυστοπία η οποία διαμορφώνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα, όπου οι μισθοί και συντάξεις συρρικνώνονται ακόμα περισσότερο, ήρθε το νέο κύμα ανατιμήσεων σε μία σειρά από αγαθά πρώτης ανάγκης αλλά και στους τομείς της ενέργειας και των καυσίμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο δείκτης Τιμών Καταναλωτή (πληθωρισμός) σκαρφάλωσε στο 5.5% τον Γενάρη συγκριτικά με το 4.8% σε σχέση με την περσινή χρονιά, προκαλώντας μεγάλες αυξήσεις σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας. Η αύξηση της τιμής των τροφίμων έφτασε στο 4.3%, ενώ όσον αφορά την ενέργεια, 45% στον ηλεκτρισμό, 135.7% στο φυσικό αέριο και 34.1% στο πετρέλαιο θέρμανσης. Αντίστοιχα το ποσοστό αύξησης της τιμής του καυσίμου κίνησης ανήλθε στο 21.7%, με τη βενζίνη να ξεπερνά τα 2€. Οι ανατιμήσεις αυτές, τόσο στα καθημερινά προϊόντα όσο και στην ενέργεια, προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ανάγκης του ντόπιου αλλά και του διεθνούς κεφαλαίου να επιστρέψει γρήγορα στη μέγιστη δυνατή κερδοφορία, καθώς η οικονομία έχει «φρενάρει» τα τελευταία 2 χρόνια μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης. Σαφώς μέσω της παρούσας οικονομικής και κοινωνικής συνθήκης, επιμέρους επιχειρήσεις και αφεντικά άδραξαν την ευκαιρία και αύξησαν τα κέρδη τους εκεί όπου η κοινωνική βάση μπορούσε να εκτονώσει την αγοραστική της δύναμη μέσω απαγορεύσεων και γενικότερου lockdown. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες όμως και το εμπόριο στο σύνολό τους είχαν κάθετη πτώση με το ντόπιο κεφάλαιο να γνωρίζει παρατεταμένη ύφεση και χασούρα. Σε αυτή τη δυσμενή κατάσταση, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να εντείνει το εγχώριο «κραχ», επιφέροντας επιπρόσθετα χτυπήματα στην ελληνική οικονομία και νέα αύξηση του πληθωρισμού (8% Μάρτιο).
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις και με την ανάγκη εκτόνωσης της αγοράς να τίθεται επιτακτικά, αναγκάζουν την πολιτική ελίτ να μιλάει για το τέλος της πανδημίας και επιστροφή στην καθημερινότητα (άραγε ποια), χαλαρώνοντας σιγά σιγά τα περιοριστικά μέτρα. Οι άρσεις των μέτρων όμως δεν έχουν να κάνουν σε καμία περίπτωση με το τέλος της υγειονομικής κρίσης σε κανένα επίπεδο. Το Βασικό ζητούμενο για τα αφεντικά είναι η «επανεκκίνηση της αγοράς» και η εξασφάλιση μέγιστων κερδών. Η οικονομική ανάκαμψη του κεφαλαίου θα πατήσει πάνω στα εξαντλητικά ωράρια και τις απλήρωτες υπερωρίες, στην μαύρη και αδήλωτη εργασία, στα «εργατικά ατυχήματα» και τους θανάτους των ανθρώπων της τάξης μας μέσα στα εργασιακά κάτεργα της σύγχρονης δουλείας. Η λίστα των εργοδοτικών δολοφονιών είναι μεγάλη. Ήδη το τελευταίο χρονικό διάστημα μετράμε δεκάδες νεκρούς προλετάριους με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το θάνατο 3 εργαζομένων από έκρηξη στο εργοστάσιο παραγωγής εκρηκτικών της ΕΛΤΕΚ στα Γρεβενά, 3 εργατών από ηλεκτροπληξία σε έργο υπογειοποίησης σε περιοχή της Εύβοιας, το θάνατο εργαζόμενου στο Δήμο Ελληνικού-Αργυρούπολης από πτώση ανυψωτικού, καθώς και του εργάτη της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά όπου εγκλωβίστηκε ανάμεσα σε ράγες. Φυσικά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και τα καθημερινά εργατικά ατυχήματα των διανομέων που εργάζονται κάτω από αντίξοες και πιεστικές συνθήκες, οι οποίες εντατικοποιήθηκαν μέσα στην περίοδο του κορωνοϊού αλλά και όλων των εργαζομένων που έχασαν την ζωή τους ή σακατεύτηκαν εν ώρα εργασίας. Η παραγωγική μηχανή του κεφαλαίου για να δουλέψει καλά θέλει γρασάρισμα και το αίμα των εργαζομένων αποτελεί ένα καλό «λιπαντικό».
Ο χορός των ανατιμήσεων βέβαια δεν είναι κάτι καινούργιο στην αγορά. Η επιταχυνόμενη ιδιωτικοποίηση την οποία πραγματοποιεί το ελληνικό κράτος από τις αρχές του 2010 με τις πολιτικές των μνημονίων, οδήγησαν σε ξεπούλημα και καταστροφή του φυσικού πλούτου (βουνά, θάλασσες δασικές εκτάσεις κτλ.) με σκοπό τη μετατροπή τους σε «φιλέτα» για τις επενδυτικές ορέξεις των επιχειρήσεων. Επίσης η πώληση κρατικών υποδομών όπως ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ, ΟΑΣΘ, αεροδρόμια, λιμάνια κλπ. μέσω του ΤΑΙΠΕΔ σε ιδιώτες και επιχειρηματικούς κολοσσούς, αύξησε περαιτέρω το κόστος ζωής σε βασικές καθημερινές ανάγκες όπως της μετακίνησης, της στέγασης, της επικοινωνίας, κτλ. Επιπλέον η σταδιακή παρακμή του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα με την παράλληλη αύξηση του τριτογενή σε ότι αφορά τον τουρισμό δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος για την πώληση και αγορά κατοικιών αλλά και ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων από real estate επιχειρήσεις και πλούσιους ιδιώτες επιχειρηματίες με σκοπό την μετατροπή τους σε βραχυπρόθεσμη ενοικίαση (Airbnb). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τουριστικοποίησης και εξευγενισμού (gentrification) των αστικών κέντρων, η εκτίναξη των τιμών ενοικίασης και αγοράς ακινήτου λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος καθιστά την στέγαση τρομακτικά δυσεύρετη. Παράλληλα η απελευθέρωση της προστασίας της πρώτης κατοικίας ανοίγει τις ορέξεις των τραπεζών και των ξένων funds, καθώς η κυριότητα της οικίας νομικά πλέον θα ανήκει στις επιχειρήσεις, στρώνοντας το δρόμο για ακόμα περισσότερους πλειστηριασμούς και εξώσεις πρώτης κατοικίας σε όσους έχουν πραγματοποιήσει αγορά σπιτιού μέσω τραπεζικού δανείου. Με τον νέο νόμο πλέον, όσοι με το ένα ή τον άλλο τρόπο βρέθηκαν χρεωμένοι μέσω τραπεζών, μετατρέπονται σε νοικάρηδες του ίδιου τους του σπιτιού σε μία εκβιαστική συνθήκη συνεχόμενης πληρωμής, καθώς η μη καταβολή κάποιων μηνών σημαίνει και έξωση οποιαδήποτε στιγμή. Το κεφάλαιο συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερα χέρια τα οποία ρυθμίζουν την αγορά και την οικονομία κατά το δοκούν, οδηγώντας την κοινωνία στα όρια της οικονομικής ανέχειας και εξαθλίωσης με το κράτος να βάζει πλάτη, τοποθετώντας τα συμφέροντά του πάνω από τις ζωές και την επιβίωση των ανθρώπων.
Πέρα από το κύμα των ανατιμήσεων και της αύξησης τους κόστους ζωής στη καθημερινή ζωή, η «νέα κανονικότητα» η οποία αναδύεται το τελευταίο διάστημα στο εσωτερικό της χώρας διαμορφώνει ένα καθεστώς μόνιμης «έκτακτης ανάγκης», ελέγχου και καταστολής. Η αντι-εξεγερτική και αντικοινωνική πολιτική των κυρίαρχων ξεδιπλώνεται με όλο και μεγαλύτερη σφοδρότητα ενώ η υγειονομική κρίση λειτουργεί ως επιταχυντής για την σαρωτική επίθεση κράτους και αφεντικών απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία σε όλα τα μέτωπα. Με κατεπείγουσες διατάξεις και ρυθμίσεις νόμων, ξηλώνουν όλο και περισσότερα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες στο κοινωνικό και εργασιακό πεδίο στο όνομα της «υγειονομικής ασφάλειας», με την ίδια τη ζωή να γίνεται καθημερινά όλο και περισσότερο ασφυκτική και μη βιώσιμη. Σε αυτόν τον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο, το ρόλο της εμπροσθοφυλακής τον διατηρεί πάντα η αστυνομία, η οποία συνεχώς αναβαθμίζεται σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό και προσωπικό. Παράλληλα, οι συνεχείς έλεγχοι πιστοποιητικών εμβολιασμού σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας (σχολεία, σχολές, χώρους εργασίας, αναψυχής, διασκέδασης κτλ.), έχουν παράξει επίπλαστους διαχωρισμούς με βάση τα υγειονομικά κριτήρια (εμβολιασμένοι και μη) και μία κοινωνία διαφορετικών ταχυτήτων και δικαιωμάτων. Όσες/οι έχουν επιλέξει τον εμβολιασμό, μπορούν και συνεχίζουν τη ζωή τους και την εργασία τους «κανονικά», το οποίο πλασάρεται από τα πολιτικά και οικονομικά αφεντικά πλέον ως προνόμιο. Για τους υπόλοιπους, ισοδυναμεί με κοινωνική και εργασιακή περιθωριοποίηση καθώς αποκλείονται από τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους χωρίς την επίδειξη πιστοποιητικού υγείας. Όσον αφορά τον εργασιακό τομέα, ο εργαζόμενος/η θα πρέπει να προσκομίζει συνεχή test, τα οποία χρεώνεται ο ίδιος/α, ειδάλλως αντιμετωπίζει τον κίνδυνο απόλυσης. Η δημιουργία «εσωτερικού κινδύνου» αποτελεί πάγια τακτική της εξουσίας, για να νομιμοποιηθεί κοινωνικά η επίθεση και η βία προς τους εκμεταλλευόμενους/ες προκειμένου να επιβάλει τα συμφέροντά της. Μετανάστες, οροθετικές και τοξικοεξαρτημένοι, ταξικά-ανταγωνιστικά κινήματα και κοινωνικοί αγωνιστ(ρι)ές πάντα αποτελούσαν και αποτελούν τη δεξαμενή για την κατασκευή τέτοιων «κινδύνων». Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης ήρθε να διευρύνει τον ορισμό του «εσωτερικού εχθρού», πατώντας πάνω στο δόγμα της «ατομικής ευθύνης», χαρακτηρίζοντας ολόκληρους πληθυσμούς ως κοινωνικά «επικίνδυνους» για την δημόσια υγεία.
Ταυτόχρονα το κράτος ανοίγει το δρόμο για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας, το οποίο αφήνεται σκοπίμως σε παρακμή και υποστελέχωση, με την χρηματοδότησή του να παραμένει καθηλωμένη στο 5% του ΑΕΠ. Μέσα σε αυτό το κλίμα διάλυσης, εκπνέει και η τελευταία διορία για πάνω από 5.000 ανεμβολίαστους υγειονομικούς που είναι σε αναστολή εργασίας εδώ και 6 μήνες. Μέσω επίδειξης μηδενικής ανοχής και αυταρχισμού, το κράτος θέτει το εκβιαστικό δίπολο, εμβολιασμός ή απόλυση, σενάριο το οποίο αν γίνει πραγματικότητα θα οδηγήσει σε εργασιακό θάνατο χιλιάδες εργαζόμενους/ες και θα επιδεινώσει περεταίρω το ήδη διαλυμένο Ε.Σ.Υ. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τελευταία έχει ανοίξει συζήτηση για πληρωμή των απογευματινών χειρουργείων από την τσέπη του ασθενή. Κατάσταση η οποία αν γίνει πραγματικότητα θα έχει τραγικές υγειονομικές και οικονομικές συνέπειες για τους ανθρώπους της τάξης μας, καθώς το κόστος των χειρουργείων είναι υψηλό και σχεδόν αδύνατο να πληρωθεί από το ίδιο το άτομο, αποκλείοντας το στην ουσία από το σύστημα υγείας. Με αποτέλεσμα η εύρεση μιας θέσης για τέτοιου είδους περιστατικά στα πρωινά χειρουργεία να μετατρέπεται σε διαδικασία μακροχρόνια και δυσεύρετη. Το δικαίωμα στην υγεία και την περίθαλψη παύει να είναι κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα του καθενός και της καθεμίας. Η ζωή μετατρέπεται σε εμπόρευμα και κοστολογείται με υγειονομικά κριτήρια. Το ποιος/α θα έχει μία θέση στην υγεία θα είναι καθαρά θέμα κόστους-κέρδους για τις παχυλές τσέπες των αφεντικών τα οποία θα ελέγχουν και θα κρίνουν για το ποιος θα ζήσει ή όχι.
Όπως αρμόζει σε κάθε είδους κρατική διαχείριση, στην άκρη της πολιτικής ατζέντας υπάρχει το ενδεχόμενο εθνικών εκλογών, ανάλογα τη συγκυρία και μάλιστα ίσως πιο σύντομα απ’ ότι περιμένουμε. Το ενδεχόμενο εκλογών, βέβαια, θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες. Ο στόχος, άλλωστε, είναι ακόμα και οι παραμικροί συστημικοί κραδασμοί ή η όποια υπόνοια ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης, να μπορέσουν να απορροφηθούν πιο εύκολα μέσα από το κλίμα εκλογικής αυταπάτης και «δημοκρατικής» ανάθεσης. Γι’ αυτό το λόγο, ο χρόνος διεξαγωγής τους θα είναι αυτός που βολεύει τους τωρινούς διαχειριστές της εξουσίας, ώστε να έχουν «επουλωθεί» τα σημάδια της πανδημίας στην κοινωνική βάση, με ακόμα μεγαλύτερη χαλάρωση (ή και πλήρη άρση όλων) των περιορισμών. Επίσης, θα επιχειρηθεί η οικονομική συνθήκη να είναι η καλύτερη δυνατή και η αγορά να κινείται στους ρυθμούς της «ανάπτυξης», παράλληλα με την προεκλογική πελατειακή παροχολογία. Και αν οι παγκόσμιες ανακατατάξεις άλλαξαν άρδην το πολιτικό σκηνικό, ήδη έχουν γίνει οι πρώτες αναγγελίες για τα ψίχουλα των κρατικών επιδοτήσεων, σε μια απέλπιδα προσπάθεια ομαλοποίησης της κατάστασης στο εσωτερικό της χώρας. Φυσικά, όσον αφορά την κεντρική πολιτική χάραξη της τωρινής κρατικής διαχείρισης, ήδη έχουμε πάρει μια μικρή γεύση για το τι μέλλει γενέσθαι. Οι ξεφτιλισμένες δηλώσεις του πρώην υπουργού Πέτρου Δούκα στη Σπάρτη, μετά το τελευταίο φιάσκο με τον εγκλωβισμό χιλιάδων ανθρώπων στην Αττική Οδό, έδωσαν το στίγμα που πάντα χαρακτήριζε το εκλογικό αλισβερίσι: μερικές βαλίτσες με χάντρες στους ιθαγενείς, άλλη μια 4ετία για τους καλοταϊσμένους κοπρίτες του κρατικού μηχανισμού.
Αυτό είναι το παρόν και το μέλλον που κράτος και αφεντικά μας επιφυλάσσουν: μια ζωή που συνθλίβεται καθημερινά, από ακόμα περισσότερη φτώχεια και εξαθλίωση, εκμετάλλευση και καταπίεση, ασυδοσία, αποκλεισμούς και καταναγκασμούς. Ένα διαρκές έγκλημα απέναντι στην τάξη μας, απ’το οποίο κάνεις δε θα μας σώσει αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες. Μονάχα με αγώνες, μικρούς και μεγάλους, καθημερινούς και πολυμόρφους, θα μπορέσουμε βραχυπροθέσμα ή μακροπρόθεσμα να ανταπεξέλθουμε απέναντι στο αυξημένο κόστος διαβίωσης και στη συνεχή μετακύλιση του βάρους των αφεντικών στις πλάτες μας. Να οργανωθούμε οριζόντια και μαχητικά, με όπλο μας την Αλληλεγγύη και την Αλληλοβοήθεια μεταξύ των καταπιεσμένων, στις γειτονιές, τους χώρους δουλειάς και σε κάθε κοινωνικό πεδίο που συναντιόμαστε και αλληλοεπιδρούμε. Να υπερασπιστούμε – επανοικειοποιηθούμε κάθε μέσο και αιχμηρό εργαλείο αντίστασης που έχουν αναδείξει οι αγώνες του παρελθόντος, όπως είναι οι μαζικές (ή μη) απαλλοτριώσεις κοινωνικών αγαθών, οι συλλογικές (ή μη) αρνήσεις πληρωμών, οι καταλήψεις στέγης, οι κάθε είδους αυτομειώσεις σε τομείς που αναπνέει και αναπαράγεται η τάξη μας, αλλά και να εφεύρουμε νέους. Να αντισταθούμε στην περαιτέρω φτωχοποίησή μας, με απεργίες, σαμποτάζ, καταλήψεις, διαδηλώσεις και συγκρούσεις. Να απαιτήσουμε αξιοπρεπείς συνθήκες στην περίθαλψη και άμεση πρόσβαση χωρίς διαχωρισμούς για όλους, ντόπιες και μετανάστ(ρι)ες τόσο εκτός όσο και εντός των φυλακών. Να πολεμήσουμε τον πόλεμό τους, φέρνοντας τον στα μετόπισθεν και σαμποτάροντας την κοινωνική́ τους «ειρήνη».
Περαιτέρω, να συνδέσουμε και να ενώσουμε τους επιμέρους αγώνες, εργατικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, στην εκπαίδευση, την υγεία, τις φυλακές, γιατί μονάχα ενωμένοι μπορούμε να διεκδικούμε και να κερδίζουμε. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γκρεμίσουμε τις αυταπάτες της κοινωνικής βάσης για εκλογική ή άλλη δημοκρατική λύση· η εναπόθεση των ελπίδων σε κάποιο «προστάτη» από τα πάνω, ανεξαρτήτως πολιτικής αποχρώσεως της κρατικής διαχείρισης, θα είναι η επιβεβαίωση της ήττας μας ως τάξη. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για το ρεφορμισμό, των μερικών και ειρηνικών μεταρρυθμίσεων, με τον οποίο έχει προικοδοτήσει τα κινήματα η Αριστερά. Μόνη διέξοδος από τον κόσμο της εξουσίας, είναι η επαναστατική προοπτική και ο συνολικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, για ένα κόσμο ελευθερίας, αλληλεγγύης και ισότητας.
Να μετατρέψουμε τους πολέμους και τις κρίσεις τους σε κοινωνική επανάσταση
Εμπρός για απεργίες – διαδηλώσεις – συγκρούσεις – απαλλοτριώσεις
Κράτη και καπιταλισμός φέρουν μέσα τους τον πόλεμο όπως το σύννεφο τη βροχή
«Η τέχνη του πολέμου είναι ζωτικής σημασίας για το Κράτος, είναι θέμα ζωής και θανάτου, δρόμος προς τη σωτηρία ή την καταστροφή. Γι’αυτό σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραμελείται.»
Σουν Τζου «Η τέχνη του Πολέμου»
Εδώ και ένα μήνα, λαμβάνει χώρα στρατιωτική εισβολή ευρείας κλίμακας από την πλευρά του Ρωσικού κράτους σε Ουκρανικό έδαφος. Ενώ εκ πρώτης όψεως δινόταν η εντύπωση ότι η διάρκεια της σύγκρουσης θα ήταν περιορισμένη, εξελίσσεται, πλέον, σε πόλεμο με πολλά στρατιωτικά μέτωπα και ακόμα περισσότερες προεκτάσεις (πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές) για ολόκληρο τον πλανήτη. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, αυτές τις μέρες η ιστορία καταγράφει έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους και σίγουρα τον πιο αιματηρό σε Ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Θεωρώντας ότι, πλέον, βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, οφείλουμε να σκιαγραφήσουμε τις καταστάσεις και τις συγκυρίες που προϋπήρχαν της σύγκρουσης, πριν μιλήσουμε για την κατάσταση στο τώρα και τις επικείμενες συνέπειες στο μέλλον.
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, περίπου 45 χρόνια μετά την καθ’ όλα κυνική (αλλά βαθύτατα στρατηγική) συμφωνία καθορισμού των σφαιρών επιρροής από τους νικητές του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, ήταν σαφές ότι τίποτα στον κόσμο δεν θα ήταν το ίδιο. Το πέρας του Ψυχρού Πολέμου επαναχάραξε τα σύνορα των πρώην Σοβιετικών Κρατών, καθώς αυτά διακήρυτταν την ανεξαρτησία τους από τη «μαμά» Σοβιετική Ένωση, κατατάσσοντάς τα στις τελευταίες ταχύτητες όχι μόνο του ευρωπαϊκού, αλλά και του παγκόσμιου καπιταλισμού, καθώς αυτός πλέον θα ήταν το de facto μέτρο σύγκρισης. Παράλληλα, πολλά εδαφικά ζητήματα παρέμεναν με ερωτηματικά. Όλες αυτές οι χώρες, ανεξαιρέτως, αντιμετώπισαν τρομακτικές συνθήκες ύφεσης κατά τη μετάβαση στη νέα οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, με τις πολεμικές συγκρούσεις στις παρυφές της νέας Ρωσικής Ομοσπονδίας -και όχι μόνο- να είναι συνεχείς (εμφύλιος πόλεμος στο Τατζικιστάν, πόλεμος στη Τσετσενία , στη Νότια Οσσετία κτλ), χωρίς, βέβαια, να εξετάζονται εδώ οι αιτίες της κάθε σύγκρουσης. Η περίπτωση της Ουκρανίας, δεν ξεφεύγει από τον παραπάνω γενικό κανόνα, με τη βασική διαφορά ότι λόγω της έκτασης, της τοποθεσίας και των πόρων της, ξεχωρίζει αισθητά, συγκεντρώνοντας παραπάνω παγκόσμιο ενδιαφέρον, σε σχέση με κάποια άγνωστα εδάφη στα βόρεια του Καύκασου. Η ολοένα και αυξανόμενη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική οργάνωση των Ευρωπαϊκών χωρών και των Συμμάχων τους (ΝΑΤΟ – Βορειοατλαντική Συμμαχία) από τη μία, με την συνεχή ανάκαμψη της Ρωσίας μετά το ‘91, που ανέκαθεν συγκροτούσε το αντίπαλο δέος στην κοντινή Ανατολή, αποτελούσαν τη βασική κινητήρια δύναμη των ιστορικών εξελίξεων στην περιοχή, διαμορφώνοντας ένα αμφίρροπο γεωπολιτικό πεδίο.
Με την Ουκρανία να παραμένει, γενικά, στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, αλλά να αποτελεί και δυνητικό στρατηγικό εταίρο της Δύσης, μια παρόμοια πολιτική αστάθεια αντικατοπτριζόταν και στο εσωτερικό της χώρας: εκλογές του 2004 και «πορτοκαλί» επανάσταση, απόπειρα δολοφονίας με δηλητήριο του Βίκτορ Γιουσένκο (πρωθυπουργός με αντιρωσική πολιτική γραμμή), πρόωρες εκλογές του 2007 και συνεχείς καταγγελίες για κρατική διαφθορά, φυλάκιση της πρωθυπουργού Τιμοσένκο για τις συμφωνίες του Φυσικού Αερίου με τη Ρωσία το 2009, μέχρι τις αναταράξεις του 2014 (Euromaidan, Επανάσταση της Αξιοπρέπειας), την σύγκρουση στην περιοχή του Ντονμπάς και την ανεξαρτητοποίηση της Κριμαίας. Οι εναλλαγές των κυβερνήσεων έρχονταν και παρέρχονταν πάντα σε κλίμα διχόνοιας, με τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς από τη μία να αποτελεί το βασικό πιόνι της Ρωσίας και τις φιγούρες της εκάστοτε αντιπολίτευσης (Γιουσένκο, Ποροσένκο) να έχουν, γενικά, βλέψεις προς τη Δύση, με την επιθυμία της ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και το ΝΑΤΟ. Αυτό φυσικά δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητο από την Ρωσία, η οποία στρατηγικά επιδίωκε να έχει την ελάχιστη δυνατή απειλή στα δυτικά σύνορά της και ήταν προς το συμφέρον της, χώρες όπως η Ουκρανία να παραμένουν εκτός ΝΑΤΟ και δυτικών στρατιωτικών συμμαχιών. Άλλωστε, ήδη χώρες όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία είχαν γίνει πλήρη μέλη του ΝΑΤΟ από το 2004, με την Λευκορωσία να παραμένει παραδοσιακά (και ουσιαστικά) ο βασικός σύμμαχος στο πλευρό της Ρωσίας. Η συνεχής επέκταση του ΝΑΤΟ, με την πολιτική επιρροή των ΗΠΑ και της ΕΕ, αποτελούσαν πάντα την κόκκινη γραμμή ανάμεσα στους βασικούς γεωπολιτικούς παίχτες, με την «σιωπηλή» συμφωνία μη επέκτασης του ΝΑΤΟ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, να υφίσταται μόνο προφορικά. Όμως στην πραγματικότητα υπήρχε και κάτι άλλο. Παράλληλα με τους συνεχείς τριγμούς και την προσέγγιση της Δύσης υπό την αιγίδα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία, εγειρόταν παράλληλα ένα άλλο ζήτημα από το σοβιετικό παρελθόν: το ζήτημα της Κριμαίας και της στρατηγικής της σημασίας. Με άμεση πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα και κατά συνέπεια προς τη Μεσόγειο, η Χερσόνησος της Κριμαίας είχε δωθεί στη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας τη δεκαετία του 50, καθώς, ούτως ή άλλως αποτελούσε κοινή βάση του Σοβιετικού Στόλου. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και εν μέσω πολιτικών και στρατιωτικών συμφωνιών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η Κριμαία συνέχισε να αποτελεί ναυτική βάση για τους διαχωρισμένους, πλέον, στόλους.
Ως απότοκο της δυτικής εμπλοκής και επιρροής στο εσωτερικό της Ουκρανίας, εκκρεμούσε η πολιτική και οικονομική συμφωνία με την ΕΕ που προετοιμαζόταν ήδη κάποια χρόνια πριν. Στα τέλη του 2013 / αρχές 2014 με τον Γιανουκόβιτς στην εξουσία και με την εξώφθαλμη παρέμβαση της Ρωσίας, τελικά η συμφωνία δεν υπογράφεται. Οι χρόνιες επεκτατικές πιέσεις και παρεμβάσεις και των δύο πλευρών προς το ουκρανικό κράτος, αποτέλεσαν την σπίθα για αυτά που ακολούθησαν: διαδηλώσεις, αιματηρές συγκρούσεις με τον στρατό και την αστυνομία, πτώση του Πρόεδρου Γιανουκόβιτς τον Φεβρουάριο του ‘14, συσπείρωση του αντιρωσικού μπλοκ με την οργάνωση ένοπλων πολιτοφυλακών. Η Ρωσία από την πλευρά της εισβάλλει στα ανατολικά κομμάτια της Ουκρανίας (χερσόνησος της Κριμαίας, περιοχή του Ντονμπάς), δηλαδή στα εδάφη στα οποία το ρώσικο στοιχείο ήταν ανέκαθεν συντριπτικό και εκλογικά υποστήριζε τον Γιανουκόβιτς, χωρίς να συμμετέχει στις διαδηλώσεις υπέρ του Euromaidan. Στη βάση αυτής της σύγκρουσης, δημιουργείται περαιτέρω όξυνση στο εσωτερικό της χώρας, αφού, πλέον, οι ακροδεξιές πολιτοφυλακές μετατρέπονται σε στρατιωτικά τάγματα που μοστράρουν απροκάλυπτα τα βρωμερά φασιστικά-νεοναζιστικά σύμβολα και θα ενταχθούν στο μέλλον στον ουκρανικό στρατό. Ο Δεξιός Τομέας, το τάγμα Azov, το τάγμα Aidar, το τάγμα Dnipro-1 κτλ είναι ορισμένα απο τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το τάγμα Azov, μάλιστα, χρηματοδοτήθηκε από το oυκρανικό κράτος και το ΝΑΤΟ και εκπαιδεύτηκε μετέπειτα από τη CIA, λαμβάνοντας μέρος σε πολλές μάχες εναντίον Ρώσων Αυτονομιστών στα μέτωπα του Ντονέτσκ/Λουχάνσκ. Τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει όλα αυτά τα μορφώματα απέναντι στο ρωσόφωνο πληθυσμό με ξυλοδαρμούς, απαγωγές, βιασμούς κτλ είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός και είναι καταγεγραμμένα σε διάφορες εκθέσεις, καθώς χρησιμοποιήθηκαν ως βασικό επιχείρημα από το Ρωσικό κράτος για την κήρυξη του πολέμου, ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσαν το «βολικό» άλλοθι για τον επεκτατισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό του. Η νέα πολιτική διαχείριση του Ουκρανικού κράτους (Ποροσένκο) φροντίζει, φυσικά, να τους «ξεπλένει» μπροστά στο μεγάλο «πατριωτικό» καθήκον και στον «κοινό» αγώνα εναντίον των εισβολέων, ύστερα από τα γεγονότα του Euromaidan. Σε μια προσπάθεια αναδιοργάνωσης της χώρας υπογράφεται η πρόσφατα ακυρωθήσα συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με σαφείς βλέψεις προς τη Δύση. Ξεκινάει εκκαθάριση των κρατικών μηχανισμών για την απομάκρυνση του ρωσικού στοιχείου, θεσπίζεται απαγόρευση χρήσης μειονοτικών γλωσσών και γίνεται προσπάθεια «αποκομμουνιστικοποίησης» της χώρας, σε ένα γενικότερο κλίμα τόνωσης του εθνικιστικού αισθήματος των Ουκρανών. Οι συρράξεις στα μέτωπα του Ντονμπάς και της Μαριούπολης συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, με τα φασιστικά αποσπάσματα να προβαίνουν σε συνεχή εγκλήματα κατά του ρωσόφωνου πληθυσμού στις εκεί περιοχές. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχες ρωσικές παραστρατιωτικές-ναζιστικές ομάδες και πολεμιστές, όπως η Task Force Rusich του γνωστού ναζιστή Μιλτσάκοφ, τάχθηκαν στο μέτωπο των «Λαϊκών Δημοκρατιών», διαπράττοντας αντίστοιχα εγκλήματα πολέμου. Κάπως έτσι, η κατάσταση στη χώρα θα εκτροχιάζεται σταδιακά, για τα επόμενα χρόνια, με τα παρακρατικά/εθνικιστικά/φασιστικά στοιχεία να οργανώνονται συνεχώς και να καθορίζουν το πολιτικό status quo. Οι συμφωνίες του Μίνσκ (Μίνσκ Ι/ΙΙ) που υπεγράφησαν το ‘14/’15, στην πραγματικότητα ποτέ δεν έληξαν τις συγκρούσεις. Οι αυτοανακηρυγμένες «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ και η κατάπαυση του πυρός, βρέθηκαν στο επίκεντρο των προαναφερθείσων συμφωνιών, με τα συμφέροντα Ρωσίας, ΕΕ και ΗΠΑ να εμπεριέχονται επιμελώς κρυμμένα σε κάθε στρατηγικής σημασίας λέξη μέσα στα επίσημα κείμενα.
Ο κύβος, όμως, είχε ριφθεί χρόνια πριν.
Από τη μία πλευρά η επιθετική πολιτική της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που προσπαθούν να λύσουν τον τελευταίο (και ίσως πιο σημαντικό) γρίφο της δυτικής πολιτικής επιρροής στα σύνορα της Ρωσίας, πιέζοντας (εμφανώς ή μη) για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά, οι επεκτατικές πιέσεις της Ρωσίας προς έναν πρώην Σοβιετικό «σύμμαχο» για την διασφάλιση των γεωπολιτικών της συμφερόντων και την «ασφάλεια» των συνόρων της. Στη μέση μια χώρα πολιτικά και εθνικά διχοτομημένη, με στρατηγική θέση και αφθονία πρώτων υλών και ενεργειακών πόρων.
24/2/2022, η μέρα που τα χαρακώματα του Ντονμπάς μετατρέπονται σε ολοκληρωτικό πόλεμο στα Ουκρανικά εδάφη
Σε μια άνευ προηγουμένου στρατιωτική συγκέντρωση δυνάμεων, ο Ρωσικός στρατός εισβάλλει στην Ουκρανία, χωρίς να είναι σαφή τα αρχικά σχέδια του Ρωσικού Κράτους. Δεδομένου ότι στον πόλεμο το πρώτο πράγμα που δολοφονείται είναι η αλήθεια, όλοι και όλες μας προσπαθούμε να βρούμε ανεξάρτητες διόδους πληροφόρησης, που να μην ελέγχονται από την προπαγάνδα καμίας εκ των δύο πλευρών. Μετά από ένα μήνα και ενώ στην πραγματικότητα καμία σημαντική πόλη της Ουκρανίας δεν έχει καταληφθεί (εκτός από τη Χερσώνα), γινόμαστε μάρτυρες μιας συνεχιζόμενης σφαγής, με κύρια θύματα τον άμαχο πληθυσμό, τον Ουκρανικό λαό, τις πόλεις, τα χωριά και τις υποδομές της χώρας. Τα γεγονότα μέχρι τώρα δείχνουν ότι πρόκειται για έναν πόλεμο ο οποίος ήδη έχει δεκάδες χιλιάδες απώλειες, νεκρούς, τραυματίες και εκτοπισμένους/ες, ενώ πάνω από 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν ήδη περάσει σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εικόνες από κάθε γωνιά της Ουκρανίας είναι γροθιά στο στομάχι: χαρακώματα και πόλεις υπό πολιορκία, βομβαρδισμένα νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, καταστραμμένες πολυκατοικίες και αστικές περιοχές, πολεμικά συντρίμμια και παραναλώματα του πυρός. Το πρόσωπο του πολέμου σε κάθε ήπειρο, χώρα, πόλη και χωριό είναι το ίδιο σκληρό και απάνθρωπο, όπως είναι τα πολεμικά logistics των κρατών και του καπιταλισμού. Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» όπως την είχε προλογήσει ο Πούτιν και η οποία φαίνεται να ξεκίναγε με δήθεν χειρουργική ακρίβεια και στοχευμένες επιθέσεις (για λόγους προπαγάνδας), πήγε περίπατο από τις πρώτες μέρες. Η εμπλοκή στις μάχες περαιτέρω Ρώσικων εφεδρειών αλλά και Τσετσένων και Σύριων μισθοφόρων, συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για μια επίθεση διαρκή και ανελέητη, μια μάχη σπιθαμής προς σπιθαμή για τον αφανισμό του αντιπάλου.
Από την άλλη πλευρά, η ιμπεριαλιστική εισβολή της Ρωσίας, ήταν το τυράκι που περίμεναν ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, ώστε να βγουν από τη δύσκολη θέση του βασικού υπεύθυνου μιας σύγκρουσης με παγκόσμιο αντίκτυπο. Ενώ αρχικά η απάντησή τους περιορίζεται σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, με καταδίκες, ψηφίσματα και βαριές οικονομικές κυρώσεις προς τη Ρωσία, σταδιακά αυξάνεται και η στρατιωτική εμπλοκή: οικονομική βοήθεια, αποστολή όπλων και πολεμικού υλικού, αποστολή εκπαιδευτών στην Ουκρανία, αύξηση των στρατευμάτων και κινητοποίηση νατοϊκών δυνάμεων στα σύνορα των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Άλλωστε, η πολεμική ιστορία από την πλευρά της «Δύσης» έχει γραφτεί και αυτή με το ίδιο βαθύ κόκκινο του αίματος: Γιουγκοσλαβία, Κόσοβο, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη κτλ με τον κατάλογο να είναι ατελείωτος. Σε αυτό το γεωπολιτικό κουβάρι, πολλές χώρες πήραν την πρωτοβουλία για την αποστολή στρατιωτικού υλικού προς την Ουκρανία, με την Ελλάδα να είναι απο τις πρώτες στην ουρά. Βέβαια δεν θα περίμενε κανείς ότι μερικά σκουριασμένα καλάσνικοφ και παροπλισμένα RPG θα κάνανε τη διαφορά στο πεδίο της μάχης, όμως το σημαίνων στοιχείο εδώ είναι η πολιτική στράτευση και έμπρακτη πολεμική διαθεσιμότητα του Ελληνικού κράτους στο πλευρό του ΝΑΤΟ, σε περίπτωση γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Όχι ότι θα περιμέναμε κάτι διαφορετικό, αφού αυτή ήταν η πολιτική του ατζέντα διαχρονικά, είτε με στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων (π.χ Κόσοβο, Αφγανιστάν κτλ), είτε με διάθεση πολύτιμων βάσεων ανεφοδιασμού/εξοπλισμού για ΗΠΑ και ΝΑΤΟ (π.χ Σούδα, Λάρισα κτλ). Σε μια πιο πρόσφατη περίπτωση, το λιμάνι και η βάση της Αλεξανδρούπολης αποτελούν έναν από τους πιο κρίσιμους στρατιωτικούς και ενεργειακούς κόμβους του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στη περιοχή, κάτι που έχει σχολιαστεί έντονα ακόμα και από τα υψηλότερα κλιμάκια του ρωσικού κράτους (Λαβρόφ). Παρόμοιες πολιτικές πρωτοβουλίες έχουν παρατηρηθεί και από άλλες χώρες, με ακραία περίπτωση αυτή της Πολωνίας που πρακτικά δήλωσε διαθεσιμότητα όλων των μαχητικών της αεροσκαφών σε βάση της Γερμανίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραδοθούν από πιλότους των ΗΠΑ στο Ουκρανικό κράτος. Παράλληλα οι κοινές ασκήσεις και στρατιωτικές προετοιμασίες του ΝΑΤΟ σε Ευρωπαϊκό έδαφος (π.χ Νορβηγία) εντείνονται, στέλνοντας στίγμα στην αντίπαλη πλευρά για την έκταση της… «αμυντικής» συμμαχίας.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι τα κροκοδείλια δάκρυα και η επιλεκτική ευαισθησία που δείχνουν τα δυτικά κράτη για τα εκατομμύρια των προσφύγων/εκτοπισμένων, την ώρα που συνεχίζουν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά του πολέμου. Η έννοια του «λευκού», του Χριστιανού Ορθόδοξου, του Ευρωπαίου Ουκρανού πρόσφυγα, αποτελεί βούτυρο στο ψωμί της ακροδεξιάς ρητορικής, που τα τελευταία χρόνια σημείωνε ραγδαία αύξηση στην Ευρώπη. Χωρίς, προφανώς, να αμφισβητείται η άμεση συνοριακή απόκριση εθελοντών, μη κυβερνητικών ή ακόμα και κυβερνητικών οργανώσεων σε γειτονικές χώρες (π.χ Πολωνία/Ρουμανία), εντούτοις γίνεται η προσπάθεια οι στρατιές των προσφύγων να χρησιμοποιηθούν και σε έναν άλλον, εξίσου βρώμικο πόλεμο: αυτόν της εικόνας, της αντιρωσικής προπαγάνδας και της δήθεν Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Την ώρα που τα ευρωπαϊκά σύνορα μετράνε χιλιάδες θαλάσσιους τάφους από τους πρόσφυγες των πολέμων της Δύσης (και όχι μόνο) και την ώρα που άλλες τόσες χιλιάδες βρίσκονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, η ανάδειξη της ιμπεριαλιστικής εισβολής στην Ουκρανία χρησιμοποιείται για να φωτίσει το «κλωνισμένο» ανθρωπιστικό κύρος των Ευρωπαϊκών χωρών. Οι προπαγανδιστικές μηχανές των κρατών μέσω των ΜΜΕ έχουν πάρει φωτιά και τα απεγνωσμένα πρόσωπα των εκατομμυρίων ουκρανών προσφύγων, έχουν καταλάβει την πρώτη θέση στο δυτικό πολεμικό marketing, καθώς θεωρούνται πολιτισμικά συμβατοί, σε σχέση με πρόσφυγες από τις αραβικές χώρες.
Οι προεκτάσεις του πολέμου δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστο ούτε τον τελευταίο καταπιεσμένο/η, στην Ουκρανία, στην Ρωσία, στην Ευρώπη και παντού.
Η ενεργειακή εξάρτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ευρωπαϊκών χωρών από το ρώσικο Φυσικό Αέριο ήταν και παραμένει τεράστια, με αποτέλεσμα να υπάρχει έκρηξη τιμών σε βασικά αγαθά, τρόφιμα, λογαριασμούς ΔΕΚΟ, παράλληλα με την έκρηξη πληθωρισμού. Όπως είναι κατανοητό, αυτές και αυτοί που χτυπιούνται από την ακρίβεια είναι η κοινωνική βάση, τα αδύναμα οικονομικά στρώματα, οι καταπιεσμένοι/ες. Και ας μην έχουμε αυταπάτες, τα ίδια στρώματα θα είναι αυτά που θα χτυπηθούν πρώτα και μέσα στη Ρωσία με την συνεχιζόμενη επιβολή ασφυκτικών οικονομικών κυρώσεων, καθώς το Ρωσικό κράτος θα ανατροφοδοτεί την πολεμική του μηχανή. Ας μη ξεχνάμε ότι η ρώσικη πολιτική/οικονομική ελίτ και το ρωσικό κράτος έχουν διέξoδο προς τις αγορές της Κίνας ή της Ινδίας (κράτη τα οποία κρατούν εντέχνως μια πιο μετριοπαθή στάση), ενώ οι συνέπειες των κυρώσεων στη κοινωνική βάση, αναμένεται να φανούν ακόμα εντονότερα το επόμενο διάστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα υπεγράφη συμφωνία με βάθος 30ετίας για νέο αγωγό Φυσικού Αερίου προς την Κίνα: ουδέν κακόν, αμιγές καλού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κερδισμένο από αυτή την υπόθεση είναι το Αμερικάνικο κεφάλαιο, καθώς έρχεται να καλύψει το κενό που άφησε η Ρωσία, με παραδόσεις τεράστιων φορτίων LNG σε χώρες της Ευρώπης.
Είναι πολύ σημαντικό να καταστήσουμε σαφές, για άλλη μια φορά, ότι η ιμπεριαλιστική εισβολή του ρωσικού κράτους δεν είναι μάνα εξ ουρανού, αλλά αποτελεί ένα ακόμα στιγμιότυπο της γεωπολιτικής διελκυστίνδας που παίζουν τα κράτη Δύσης και Ανατολής σε Ουκρανικό έδαφος, εδώ και χρόνια. Αν κάτι έχει αποδειχθεί ιστορικά, είναι ότι η φύση όλων των κρατών ανεξαρτήτως, διέπεται από τον επεκτατισμό, τον μιλιταρισμό, την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Είτε με τη μορφή ένωσης (ΕΕ), είτε με τη μορφή ενός μόνο κράτους (π.χ ΗΠΑ / Ρωσία), σκοπός τους είναι η διασφάλιση των συμφερόντων του τοπικού/υπερεθνικού κεφαλαίου και της αντίστοιχης πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Γι αυτό το λόγο, η διακρατική συσπείρωση σε ένα συμπαγές ΝΑΤΟϊκό μπλοκ απέναντι στην πολεμική μηχανή του ρωσικού κράτους, ξυπνάει εφιαλτικές μνήμες από το παρελθόν, οξύνοντας τα πράγματα προς μια κατεύθυνση που ενδεχομένως να μην υπάρχει επιστροφή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αδιανόητες αυξήσεις των στρατιωτικών προϋπολογισμών των κρατών (π.χ Γερμανία) μετά την έναρξη της εισβολής και η γενικότερη αφύπνιση του μιλιταριστικού αισθήματος, ακόμα και σε χώρες που παραδοσιακά διατηρούσαν μια πιο μετριοπαθή στάση (π.χ Σουηδία). Ούτως ή άλλως ο πόλεμος αποτελεί την υγεία της καπιταλιστικής μηχανής, μέσω της ανακύκλωσης του παλιότερου πολεμικού υλικού που συσσωρεύεται και τη δημιουργία νέου, ακόμα πιο εξελιγμένου και δολοφονικού, καθώς και μέσω της διαδικασίας καταστροφής ολόκληρων πόλεων και χωρών και την ανοικοδόμησή τους. Όλα τα παραπάνω, θεωρούμε ότι θα φέρουν ντόμινο πολιτικών εξελίξεων στο εσωτερικό των Ευρωπαϊκών χωρών, έξαρση ρατσισμού, εθνικισμού και μιλιταρισμού, με τον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου να είναι κάτι παραπάνω από πιθανός. Αυτός ο φόβος ενδεχομένως να αποτελέσει στο μέλλον και το βασικότερο επιχείρημα για την εδραίωση ενός καθεστώτος μόνιμης έκτακτης ανάγκης στο εσωτερικό πολλών χωρών. Ό,τι ακριβώς γίνεται δηλαδή αυτή τη στιγμή στη Ρωσία, καθώς σε κατασταλτικό επίπεδο έχουμε δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις του «εσωτερικού εχθρού» από τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια που οργανώνονται σε διάφορες πόλεις της χώρας. Άλλωστε η κοινωνική τους «ειρήνη» είναι η άλλη όψη του πολέμου τους. Δυστυχώς, όποια και να είναι η κατάληξη των πολεμικών συγκρούσεων που διεξάγονται αυτή τη στιγμή, θεωρούμε ότι η περιοχή θα συνεχίσει να είναι για πολύ καιρό ακόμα ένα «θερμό» μέτωπο, τύπου Συρίας, με στιγμές έξαρσης και εκτόνωσης, ανάλογα τις γεωπολιτικές ορέξεις των επιμέρους στρατοπέδων.
Bring the War Home
Ως καταπιεσμένοι/ες – εκμεταλλευόμενες/οι, οφείλουμε να μην πάρουμε σε καμία περίπτωση θέση με τη μία ή την άλλη πλευρά σε έναν τέτοιου είδους πόλεμο, να μη συστρατευτούμε ούτε να πολεμήσουμε για κανένα έθνος, καμία πατρίδα και κανένα κράτος. Αντίθετα, είναι αναγκαίο να σταθούμε αλληλλέγγυοι στα εκατομμύρια των προσφύγων που ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους και σε αυτούς/ες που συμμετέχουν στον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο σε Ουκρανία, Ρωσία, όπως και σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Οφείλουμε να αποδομήσουμε την προπαγάνδα και των δύο πλευρών και την παραπλανητική εξήγηση περί πολέμου Ανατολής και Δύσης. Να προσπαθήσουμε να καταδείξουμε την πραγματική του φύση, που δεν είναι άλλη παρά μια ιμπεριαλιστική σύγκρουση στις πλάτες εκατομμυρίων καταπιεσμένων, πρωτίστως στην Ουκρανία και εν συνεχεία στον υπόλοιπο κόσμο. Να μιλήσουμε ανοιχτά, πως στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν πόλεμο θέσεων στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, μια μάχη για την κυριαρχία και τον επανακαθορισμό των καπιταλιστικών συμφερόντων (ενεργειακών, εμπορικών, στρατιωτικών) κρατών και συνασπισμών κρατών. Σε αυτά τα πλαίσια, θεωρώντας ότι το Ελληνικό κράτος έχει το μερίδιο που του αναλογεί σε αυτή τη σύγκρουση -καθώς διεκδικεί ολοένα και μεγαλύτερο-, να φέρουμε τον πόλεμο πίσω στα σπίτια μας, στα «ασφαλή» μετόπισθεν των δυτικών μητροπόλεων, από τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια και την καθημερινή μας παρουσία στο δρόμο μέχρι τις πολύμορφες δράσεις και το σαμποτάζ στην πολεμική μηχανή. Ακόμα, να εντείνουμε τον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο που δεν αναγνωρίζει εθνικότητες, θρησκείες και φύλα, σε κάθε πεδίο της καθημερινότητας και της ζωής. Να μην αφήσουμε το εθνικιστικό δηλητήριο να ποτίσει το δημόσιο πεδίο με ρατσισμό, πατριωτισμό και μεγαλοϊδεατισμό, υπερασπιζόμενοι οποιαδήποτε πλευρά μεταξύ διακρατικών διαξιφισμών. Τέλος, να καταδείξουμε τα κράτη, το κεφάλαιο και τις απανταχού ελίτ ως μηχανές παραγωγής πολέμων, βίας και δυστυχίας σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Και να περάσουμε στην επίθεση.
Ούτε με τη Ρωσία, ούτε με το ΝΑΤΟ-ΕΕ
Κράτη και καπιταλισμός γεννούν τον πόλεμο, στην Ουκρανία, εδώ και παντού
Να οξύνουμε το δικό μας, κοινωνικό – ταξικό πόλεμο, ενάντια στον δικό τους που δε λέει να τελειώσει
Αν δεν είσαι έτοιμος να αγωνιστείς για αυτήν… Αφίσα αληλεγγύης στους 3 της Θεσσαλονίκης
Τα ξημερώματα της Τρίτης 8/2 πραγματοποιείται εμπρηστική επίθεση στο Ι.Ε.Θ.Π (Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού) στη Θεσσαλονίκη. Λίγες ώρες αργότερα, πάνοπλες δυνάμεις της “αντι”τρομοκρατικής, εισβάλλουν σε σπίτι στην Άνω Πόλη και συλλαμβάνουν τον σύντροφο Θ. Χατζηαγγέλου και τη συντρόφισσα Γ. Βούλγαρη. Την ευθύνη των “ευρυμάτων” στο σπίτι αναλαμβάνει ο σύντροφος, ενώ από την πρώτη στιγμή τα συντρόφια δεν αρνούνται τη συμμετοχή τους στην επίθεση, στο βαθμό όμως που αντιστοιχεί στον καθένα τους. Ο σύντροφος Χατζηαγγέλου αναλαμβάνει την ευθύνη του εμπρησμού, με τη συντρόφισσα να παραδέχεται τη απλή συμμετοχή της με υποστηρικτικό μόνο ρόλο. Το περιεχόμενο της εμπρηστικής ενέργειας στο ίδρυμα Ι.Ε.Θ.Π αφορά την υπόθεση του 37χρονου ιερέα παιδοβιαστή, ο οποίος κατηγορείται για συστηματική ασέλγεια σε βάρος 11χρονου κοριτσιού στα Πατήσια. Το απόγευμα της ίδιας μέρας συλλαμβάνεται και ο σύντροφος Π. Καλαϊτζής χωρίς κανένα στοιχείο και χωρίς να έχει την παραμικρή εμπλοκή με την υπόθεση. Η μόνη σύνδεση αποτελεί η φιλική και προσωπική σχέση με τον σύντροφο Χατζηαγγέλου. Η δίωξη του Π.Καλαϊτζή αποτελεί μια ξεκάθαρα εκδικητική πράξη από την πλευρά του κράτους, καθώς στοχεύει στην ποινικοποίηση φιλικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με αυτό το τρόπο και κατά τη γνωστή τακτική της, η αντιτρομοκρατική προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κατασκευάσει άλλο ένα επίπλαστο-κοινό κατηγορητήριο και για τους τρεις, ώστε να διώξει ποινικά τα συντρόφια βάσει του άρθρου 187Α (σύσταση τρομοκρατικής οργάνωσης).
Στην εποχή ενός καθεστώτος μόνιμης “έκτακτης ανάγκης”, ελέγχου και καταστολής, απέναντι στο κυνήγι μαγισσών και την επέλαση της κρατικής τρομοκρατίας, οι αιχμάλωτες/οι του κοινωνικού-ταξικού πολέμου δεν είναι μόνοι τους. Στους καιρούς της ακραίας ακρίβειας, της βίαιης φτωχοποίησης του πληθυσμού και της διάλυσης του κοινωνικού ιστού, η πολιτική συγκρότηση και δράση ενάντια στην εξουσία και σε ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει, αποτελεί τη μόνη διέξοδο προς ένα κόσμο ισότητας και ελευθερίας, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Και αν τα συντρόφια μας στάθηκαν με αξιοπρέπεια και με το κεφάλι ψηλά, υπερασπιζόμενα τη θέση που έχουν διαλέξει στο στρατόπεδο των καταπιεσμένων, το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε και εμείς. Να ορθώσουμε ανάστημα απέναντι στη βία που μας ασκείται καθημερινά, να ατσαλώσουμε τις αντιστάσεις μας στο παρόν και να χαράξουμε ρότα προς τη συνολική απελευθέρωση, μέσα απο τη πυξίδα του πολύμορφου αγώνα. Σε αυτό το κόσμο τίποτα δεν κερδήθηκε με προσευχές, ούτε χαρίστηκε με παρακάλια, παρά μόνο κατακτήθηκε με αγώνες και μάχες, μικρές ή μεγάλες, καθημερινές, συνεχείς. Να μην αφήσουμε άλλο έδαφος σε κάθε λογής καταπιεστές, να περάσουμε το φόβο στο αντίπαλο στρατόπεδο. Για τις συντρόφισσες/ους μας, για εμάς τους ίδιους/ες, για όλες τις καταπιεσμένες/ους αυτού του κόσμου.
…και στον πόλεμο αυτό υπάρχουν και αιχμάλωτοι
Να εναντιωθούμε στην υποχρεωτική λήψη DNA
Μικροφωνικές – συγκεντρώσεις ενάντια στην αντεργατική μεταρρύθμιση, 12&15/6
Όλοι & όλες στην απεργιακή πορεία στις 10/6
Ενάντια στην αντεργατική μεταρρύθμιση – όλοι/όλες στους δρόμους
Ενάντια στην αντεργατική μεταρρύθμιση – να περάσουμε από τη διεκδίκηση στην επαναστατική προοπτική
Τα τελευταία χρόνια, με το ξέσπασμα της δομικής καπιταλιστικής κρίσης, οι διάφοροι διαχειριστές του κράτους επέβαλλαν μια σειρά από νόμους προκειμένου να επεκτείνουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση των απο τα κάτω. Η υγειονομική κρίση που ξέσπασε το τελευταίο χρόνο παγκόσμια, δημιούργησε ένα προνομιακό περιβάλλον για την κυριαρχία, προκειμένου να επιχειρήσει την ολοένα και μεγαλύτερη κρατική και καπιταλιστική επίθεση. Απαγορεύσεις μετακινήσεων, διαδηλώσεων, συγκεντρώσεων και εκτεταμένη καταστολή, αποτέλεσαν και αποτελούν κεντρικές πολιτικές σε όλο τον πλανήτη.
Στον τομέα της εκπαίδευσης, ο νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη ήρθε να επιβάλλει την νέα κανονικότητα του ελέγχου και της πειθάρχησης αλλά και να ενισχύσει το ρόλο του πανεπιστημίου ως επιχείρηση. Η αποστείρωση και η εντατικοποίηση σε πανεπιστήμια και σχολεία αποτελεί για την κυριαρχία ιδανικό εργαλείο διαμόρφωσης του μελλοντικού και πλέον πειθήνιου εργατικού δυναμικού. Στον τομέα της εργασίας, τα «υγειονομικά μέτρα» αποτέλεσαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για το βάθεμα της εκμετάλλευσης. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν, τα μέτρα «προστασίας της εργασίας» ήρθαν για να πλήξουν τις εργαζόμενες και να διασώσουν τα αφεντικά. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν να προσπαθούν να επιβιώσουν με το επίδομα των 534 ευρώ. Ενώ ακόμη περισσότεροι είναι αυτοί που αποκλείστηκαν και από αυτό το επίδομα, επειδή δούλευαν αδήλωτοι. Την ίδια ώρα αναγκάστηκαν να συνεχίζουν να δουλεύουν τσάμπα, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, με το φόβο του εξοντωτικού προστίμου για τη μετάβασή τους προς και από τη δουλειά. Παράλληλα, εισήχθη σε πολλούς κλάδους και επεκτάθηκε δραματικά σε άλλους, η τηλεργασία, με πολλές και βαθιές αρνητικές επιπτώσεις στους όρους εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Μέσα σε αυτή τη νέα κανονικότητα και το δυστοπικό πλαίσιο που βιώνουμε, έρχεται το καινούργιο νομοσχέδιο Χατζηδάκη, το οποίο στοχεύει να δώσει τέλος στις εργατικές διεκδικήσεις και να αναιρέσει και τα τελευταία εργατικά κεκτημένα. Πιο συγκεκριμένα, η κατάργηση της 8ωρης εργασίας είναι κομβικό σημείο του νέου νόμου και έρχεται να νομιμοποιήσει την υπάρχουσα συνθήκη σε διάφορους εργασιακούς τομείς αλλά και να την επεκτείνει σε άλλους. Η υπερωριακή εργασία πλέον θα είναι απλήρωτη και θα αντιστοιχεί με μέρες ή ώρες ρεπό, όταν και εφόσον το επιτρέψουν τα αφεντικά. Η δεκάωρη εργασία θα πραγματοποιείται μέσω ατομικών συμβάσεων στις επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες μέσα από το ίδιο το νομοσχέδιο, θα αυξηθούν κατακόρυφα. Παράλληλα, καμία διάταξη δεν προστατεύει τον εργαζόμενο από το να απολυθεί και οι απλήρωτες ώρες υπερωρίας να πάνε στα αζήτητα. Ένα άλλο σημείο του νομοσχεδίου αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης επέκτασης της κυριακάτικης εργασίας στο λιανεμπόριο από την αριστερή κυβέρνηση, η οποία πλέον επεκτείνεται σε ακόμη 7 τουλάχιστον κλάδους. Η εντατικοποίηση της εργασίας και η επέκταση των ωραρίων, όπως συνοπτικά αναπτύχθηκαν παραπάνω είναι μια συνθήκη που νομοτελειακά θα οδηγήσει σε ακόμα περισσότερα «εργατικά ατυχήματα» – εργατικές δολοφονίες. Τέλος, η εισαγωγή της τηλεργασίας τον τελευταίο χρόνο έρχεται να μονιμοποιηθεί, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς, όπου ο προσωπικός χρόνος και χώρος μετατρέπεται σε εργασιακός. Με αυτό το τρόπο τα όρια ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου γίνονται δυσδιάκριτα με διάφορες ψυχολογικές, μεταξύ άλλων, συνέπειες στους εργαζόμενους. Η δουλειά από το σπίτι εμποδίζει την αλληλεπίδραση με συναδέλφισσες άρα οποιαδήποτε συλλογικοποίηση και αντίδραση γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Συγχρόνως, πραγματοποιείται μια τεράστια απαλλαγή δαπανών από τα αφεντικά, καθώς οικονομικά φορτία μετακυλίονται στους εργαζόμενους (ρεύμα, νερό, υλικοτεχνική υποδομή Η/Υ, internet, καθαριότητα κ.α.).
Την ίδια στιγμή, το νομοσχέδιο επιχειρεί να βάλει τέλος στις εργατικές διεκδικήσεις και να απλώσει ένα καθεστώς, όπου κράτος και αφεντικά ανενόχλητα, θα επιτίθενται στις εργαζόμενες. Η υποχρεωτική καταγραφή σωματείων και μελών τους και η διαχείριση αυτής της πληροφορίας από το κράτος θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα οργάνωσης σε σωματεία, καθώς θα στοχοποιούνται όσοι επιθυμούν κάποια μορφή συλλογικοποίησης. Πολλαπλές διατάξεις του νέου νόμου έρχονται να χτυπήσουν ειδικά την απεργία. Αυτό γίνεται:
1) μέσω της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις γενικές συνελεύσεις και της απαίτησης για το 50%+1 των μελών προκειμένου η απεργία να είναι νόμιμη (διάταξη που ψήφισε η κυβέρνηση του σύριζα),
2) μέσω της θεσμοθέτησης προσωπικού ασφαλείας στο 1/3 του συνόλου των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που ονομάζουν «κοινής ωφέλειας», οδηγώντας στη λειτουργία της επιχείρησης τη μέρα της απεργίας και άρα μετατρέποντάς την σε συμβολική,
3) με την ποινικοποίηση των απεργιακών περιφρουρήσεων που αποτελεί ασπίδα για την απεργοσπασία και μπορεί να οδηγήσει στην παρανομοποίηση της απεργίας αν εμποδιστεί η είσοδος απεργοσπαστών στην επιχείρηση ή ακόμη και αν τους ασκηθεί ψυχολογική βία (!).
Τέλος, οι διατάξεις που ανοίγουν το δρόμο για απολύσεις συνδικαλιστών δείχνουν ξεκάθαρα τη στόχευση της συνδικαλιστικής δράσης γενικότερα.
Αυτό λοιπόν είναι το παρόν και το μέλλον που κράτος και αφεντικά εξυφαίνουν για μας και την τάξη μας. Ένα μέλλον με ακόμα λιγότερο χρόνο και ελευθερίες, με ακόμα περισσότερο θάνατο, εκμετάλλευση και υποταγή. Το νομοσχέδιο της ΝΔ στη μετά-covid κανονικότητα έρχεται να επισφραγίσει την ύφεση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Να πάρει πίσω και τις τελευταίες εργατικές κατακτήσεις του παρελθόντος, να βάλει ταφόπλακα σε κάθε διεκδίκηση και να επιβάλλει σιωπή νεκροταφείου στους εργασιακούς χώρους. Η μόνη απάντηση στα σχέδια τους δε μπορεί παρά να είναι ο ανυποχώρητος ταξικός αγώνας και η (αυτο)οργάνωση των εργατών/τριων. Ένας αγώνας σε πολλά επίπεδα και με μεγάλο εύρος: από τη συλλογικοποίηση και την οργάνωση στα σωματεία βάσης, την καθημερινή πολιτική δουλειά στους χώρους εργασίας και το σαμποτάζ στην παραγωγική διαδικασία, μέχρι τη συμμετοχή στις απεργίες και την περιφρούρησή τους, στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις στο δρόμο. Και όταν λέμε απεργίες δεν εννοούμε τα 24ωρα «πυροτεχνήματα» της ξεπουλημένης εργοδοτικής ΓΣΕΕ την ημέρα της εκάστοτε ψήφισης, ούτε το μάντρωμα στα κομματικά στεγανά του ΠΑΜΕ, αλλά τις απεργίες διαρκείας και τις άγριες απεργίες, που μπλοκάρουν την παραγωγή, προκαλούν υλικό κόστος στα αφεντικά και είναι διατεθειμένες και έτοιμες να αντιμετωπίσουν την καταστολή. Μονάχα έτσι η απεργία μπορεί να γίνει ξανά λέξη επικίνδυνη.
Και αν κάτι τέτοιο στη σημερινή δυστοπική συνθήκη φαντάζει ουτοπικό, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα, για να διδάξουν και να εμπνεύσουν τους αγώνες του σήμερα. Από την εξέγερση στο Σικάγο το 1886, όπου και κατακτήθηκε το 8ωρο, μέχρι το ματωμένο Μάη των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το ’36. Από τις μαζικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής και τα ξηλωμένα πεζοδρόμια της δεκαετίας του ’60, μέχρι τις απεργίες διαρκείας και τους πρώτους νεκρούς της μεταπολίτευσης. Από τις συγκρουσιακές απεργιακές περιφρουρήσεις της δεκαετίας του ’90, μέχρι τις τεράστιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις των πρώτων μνημονιακών χρόνων, όταν και ανέλαβε η σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ να αφομοιώσει και να αποσαθρώσει τα κινήματα. Η ιστορία μας δείχνει ότι τίποτα δε μας χαρίστηκε και τίποτα δεν αποκτήθηκε με μια απλωμένη παλάμη, αλλά τα πάντα κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες, όχι νόμιμους ή παράνομους αλλά δίκαιους. Το ίδιο αποδεικνύουν και οι ανά τον πλανήτη εξεγέρσεις τα τελευταία χρόνια, σε Γαλλία, Χιλή, Κολομβία, Κίνα, και αλλού, εκεί όπου η ιστορία γράφεται και που όλα είναι δυνατά.
Δε θα πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι όσο υπάρχουν κράτη και καπιταλισμός, όσο υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, η εργασία ποτέ δε θα αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά θα είναι πάντα προϊόν εκμετάλλευσης και καταναγκασμός ή αλλιώς μισθωτή σκλαβιά. Έτσι, κανένας αγώνας για την ανάσχεση κάποιου αντεργατικού νομοσχεδίου ή για βελτίωση των συνθηκών εργασίας δε θα είναι ποτέ αρκετός, αν δε στοχεύει στην κοινωνική/ατομική απελευθέρωση και την κατάργηση του κράτους και του καπιταλισμού. Να απορρίψουμε λοιπόν, κάθε δημοκρατική ψευδαίσθηση και να περάσουμε από τη διεκδίκηση στην επαναστατική προοπτική. Να προτάξουμε και να αγωνιστούμε για την κοινωνική επανάσταση, για ένα κόσμο ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης, με βάση την αρχή από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητες του, στην καθεμία σύμφωνα με τις ανάγκες της.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ, ΟΛΟΙ/ΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΑΠΕΡΓΙΕΣ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ – ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ – ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Αναρχικές συλλογικότητες, στέκια, συντρόφισσες-οι