Αλληλεγγύη στον αγώνα του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα – μέχρι το γκρέμισμα και της τελευταίας φυλακής

Για άλλη μια φορά, την τρίτη τα τελευταία χρόνια, ο πολιτικός κρατούμενος και μέλος της ε.ο.17Ν Δημήτρης Κουφοντίνας προχωρά σε απεργία πείνας, ξαναπιάνοντας το νήμα των αγώνων απέναντι στην κρατική και πολιτική εξουσία. Αιτία και πάλι η εκδικητική και αυθαίρετη μεταχείρισή του από τους κρατικούς μηχανισμούς, με μια σειρά ενεργειών που στόχο έχουν να κάμψουν το αγωνιστικό του φρόνημα και να τιμωρήσουν τη συνεπή, αμετανόητη στάση του απέναντι στο καθεστώς, όντας όμηρος για 18 χρόνια στα κελιά της ελληνικής δημοκρατίας σε μόνιμο καθεστώς εξαίρεσης και απομόνωσης. Στο πρόσωπό του χτυπιέται οποιο(α)σδήποτε επιχειρεί να αμφισβητήσει το κρατικό μονοπώλιο της βίας, να σπάσει την απόλυτη κυριαρχία της εξουσίας, κάθε κίνημα, κάθε αγώνας για την ανατροπή του συστήματος που γεννά και βασίζεται στην αδικία, την εκμετάλλευση, το θάνατο.

Τεράστια ευθύνη για τη μεθοδευμένη επίθεση στον Δημήτρη Κουφοντίνα φέρει η γενική γραμματέας «αντεγκληματικής πολιτικής» Σοφία Νικολάου, η οποία βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με τους χιλιάδες κρατούμενους/ες στις φυλακές όλης της χώρας. Η Σοφία Νικολάου, όντας στην αιχμή του κρατικού σχεδιασμού για τις φυλακές, ευθύνεται για την εγκληματική πολιτική στα «σωφρονιστικά» κάτεργα στους καιρούς του covid-19, καθώς και για μια σειρά νόμων και διατάξεων που στόχο έχουν να περιορίσουν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των κρατουμένων, να βάλουν ένα ακόμα λιθαράκι στο διαρκές έγκλημα που ονομάζεται φυλακή και στέρηση της ελευθερίας.

Η επίθεση στον Δημήτρη Κουφοντίνα δε μπορεί να ειδωθεί ξέχωρα από την επίθεση με όρους ασφυξίας στους αγώνες, τα κινήματα και την κοινωνία συνολικότερα, με την αιχμή του δόρατος να στρέφεται απέναντι στον αναρχικό χώρο, όντας το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της. Έτσι, μαζί και με την επίθεση στις καταλήψεις και τους αυτοοργανωμένους χώρους αγώνα, την ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των κατασταλτικών δυνάμεων, το νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, την επίθεση στους πανεπιστημιακούς χώρους, τις κάθε είδους απαγορεύσεις, αποτελούν κομμάτια του ίδιου σχεδιασμού που στόχο έχει να καταστείλει και να φιμώσει κάθε ριζοσπαστική φωνή, κάθε απόπειρα των καταπιεσμένων να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.

Φαίνεται λοιπόν πως η συνθήκη ολοκληρωτισμού και καταστολής στην οποία έχουν βυθίσει την κοινωνία, με πρόσχημα τη διαχείριση του covid-19, είναι η ιδανική για να ξεμπερδέψουν με το «μόνιμο αγκάθι» που ονομάζεται Δημήτρης Κουφοντίνας, είτε οδηγώντας τον στο θάνατο είτε προκαλώντας ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του. Είναι χρέος μας να μην επιτρέψουμε κάτι τέτοιο να συμβεί. Η νίκη του αγώνα του θα είναι μια ανάσα απέναντι στον εντεινόμενο αυταρχισμό του κράτους, για τις δύσκολες εποχές που ζούμε και για αυτές που έρχονται. Να σταθούμε δίπλα στους αγώνες των φυλακισμένων που αντιστέκονται και υψώνουν τη φωνή τους απέναντι στο τέρας του «σωφρονισμού». Να αγωνιστούμε από κοινού απέναντι στους γδάρτες των ονείρων μας, απέναντι στην κρατική και καπιταλιστική βαρβαρότητα που χτίζει και έχει ανάγκη τις φυλακές.

Κράτη και κεφάλαιο οι μόνοι τρομοκράτες

Νίκη στην απεργία πείνας του αγωνιστή πολιτικού κρατούμενου Δ. Κουφοντίνα

Δύναμη στους συντρόφους απεργούς πείνας Γ. Δημητράκη, Ν. Μαζιώτη

Στηρίζουμε – συμμετέχουμε στην συγκέντρωση αλληλεγγύης την Παρασκευή 29/1 στα Προπύλαια στις 5μμ, όπως και σε κάθε κίνηση αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δ. Κουφοντίνα

Ανάρτηση πανό και αναγραφή συνθημάτων ενάντια στην καταστολή και τις απαγορεύσεις των ημερών μας

Με πρόφαση την υγειονομική κρίση και ενώ το δεύτερο lockdown βρίσκεται σε ισχύ, το κράτος με τις ευλογίες των “ειδικών” του προέβη σε νέα μέτρα επιτήρησης και πειθάρχησης. Περιορισμός στις μετακινήσεις, ολική απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 9, αυξημένη αστυνομοκρατία. Παράλληλα με τις απαγορεύσεις, το κράτος και οι μηχανισμοί του επενδύουν σε ότι τους είναι απαραίτητο για την επιβίωσή τους, προσλαμβάνοντας καραβανάδες, ειδικούς φρουρούς και κάθε λογής μπάτσο αλλά και αναβαθμίζοντας τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τον στόλο τους. Ταυτόχρονα, εκμεταλλευόμενο την παρούσα συνθήκη, ετοιμάζει ένα σχέδιο εξάλειψης και των τελευταίων εργατικών κεκτημένων και αντιστάσεων. Το νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση συμπεριλαμβάνει τη θέσπιση της κατάργησης του 8ωρου, τις απλήρωτες υπερωρίες αλλά και ένα επιπλέον χτύπημα στο δικαίωμα της απεργίας. Τέλος, συνεχίζει την εγκληματική του διαχείριση στις φυλακές και τα κέντρα κράτησης μεταναστών, όπου ήδη μετράνε νεκρούς από τις (ούτως ή άλλως) απάνθρωπες συνθήκες κράτησης και συνωστισμού.

Μέσα στο γενικότερο κλίμα τρομοκράτησης, το κράτος απαγόρευσε όλες τις συγκεντρώσεις/πορείες για το τριήμερο του Πολυτεχνείου και οποιαδήποτε συνάθροιση άνω των τριών ατόμων, ενώ ο Χρυσοχοΐδης έκανε σαφές πως “δε θα γίνει καμία εξαίρεση” υπογραμμίζοντας πως “δυστυχώς οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια.” Αγνοώντας το καθεστώς φόβου, σύντροφοι και συντρόφισσες έσπασαν στην πράξη την απαγόρευση ανοίγοντας τον χώρο του Πολυτεχνείου, ενώ ταυτόχρονα καταλήφθηκε και η πρυτανεία του ΕΜΠ στην Πολυτεχνειούπολη. Την επόμενη μέρα, η ΕΛ.ΑΣ. με συντονισμένη επιχείρηση εισέβαλε στους δύο πανεπιστημιακούς χώρους συλλαμβάνοντας 92 συντρόφους και συντρόφισσες. Οι κινήσεις αυτές ενόχλησαν το κυρίαρχο αφήγημα περί “εθνικής προσπάθειας ενάντια στην πανδημία” γι’αυτό και αντιμετωπίστηκαν με μηδενική ανοχή.

Την ημέρα της 17 Νοέμβρη ένας στρατός από χιλιάδες μπάτσους, αύρες και drones επιχείρησαν να επιβάλλουν εκ νέου το καθεστώς τρομοκρατίας και καταστολής. Σε όποιο μέρος υπήρχε καλεσμένη συγκέντρωση η παρουσία των μπάτσων στα σημεία και περιμετρικά αυτών, έκανε την πρόσβαση ουσιαστικά αδύνατη. Ο κόσμος που κατάφερε να συγκεντρωθεί στα Προπύλαια κυνηγήθηκε μέχρι το Μεταξουργείο. Ταυτόχρονα και μέχρι αργά το απόγευμα αγωνιστές/στριες συγκεντρώθηκαν σε γειτονιές της Αθήνας (Κυψέλη, Νέα Σμύρνη, Πετράλωνα, Σεπόλια, Βύρωνα, Αγία Παρασκευή, Περιστέρι) αλλά και σε πολλές πόλεις της επαρχίας, ενώ επίθεση έγινε και στο ΑΤ Συκεών Θεσσαλονίκης. Πολλές από αυτές τις συγκεντρώσεις-πορείες χτυπήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής με αποτέλεσμα συλλήψεις και τραυματισμούς. Το σημαντικό όμως είναι πως αρκετός κόσμος δεν πειθάρχησε στις προσταγές του κράτους αλλά κατέβηκε αγωνιστικά και αποφασιστικά στο δρόμο σπάζοντας έμπρακτα τις απαγορεύσεις.

Παρά το καθεστώς φόβου που μας επιβάλλεται είναι απαραίτητο να επαναδιεκδικήσουμε το χαμένο δημόσιο χώρο, να βρούμε νέους διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στους αγώνες μας και να μην αφήσουμε καμία και κανέναν μόνο του απέναντι στη θηριωδία του κράτους. Η αλληλεγγύη πρέπει να ξαναποκτήσει ουσία τόσο στο λόγο μας όσο και στις πράξεις μας. Ταυτόχρονα, πρέπει να διεκδικήσουμε την παρουσία μας στο δρόμο, να αρνηθούμε τα εισπρακτικά μέτρα του κράτους και φυσικά να μην επιτρέψουμε στην κατασταλτική μανία να γίνει συνήθεια.

Σπάζοντας την καθημερινότητα του εγκλεισμού και προσπαθώντας να παραμείνουμε πολιτικά ενεργοί σε αυτή τη δυστοπική συνθήκη γράψαμε συνθήματα και αναρτήσαμε πανό σε διάφορα σημεία της μητρόπολης.

Αλληλεγγύη στους συλληφθέντες συντρόφους και συντρόφισσες

Συλλογική άρνηση πληρωμής προστίμων

Όλοι/ες στο δρόμο να σπάσουμε τις απαγορεύσεις και το φόβο


Ο φασισμός δεν τσακίζεται με δημοκρατική φασαρία…

Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 7 χρόνια από το βράδυ της στοχευμένης δολοφονίας του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα – Killah P στο Κερατσίνι από το τοπικό τάγμα εφόδου καθαρμάτων της Χρυσής Αυγής, με τη συνενοχή της ελληνικής αστυνομίας. Ο Παύλος Φύσσας δολοφονήθηκε γιατί δεν έσκυψε το κεφάλι μπροστά στον εκφασισμό και τη σαπίλα που είχε πλημμυρίσει την ελληνική κοινωνία εκείνα τα χρόνια από άκρη σε άκρη αυτής της χώρας. Αντίθετα, ύψωσε το ανάστημά του και αντιστάθηκε. Τον σκότωσαν γιατί υπερασπίστηκε την παρέα του, την γειτονιά του, την τάξη του, την αξιοπρέπειά του, την αξιοπρέπεια όλων μας. Γι’αυτό δε θα ξεχάσουμε ποτέ ούτε θα συγχωρήσουμε τη δολοφονία του. Γι’αυτό όσες επιθέσεις και αν δεχτούν οι φασίστες ή τα γραφεία τους δε θα είναι ποτέ αρκετό.

Αυτές τις μέρες επίσης, στις 7/10, ολοκληρώνεται μετά από 5 ολόκληρα χρόνια η «περιβόητη» δίκη της Χρυσής Αυγής, με την ανακοίνωση της πρωτόδικης απόφασης για τους σχεδόν 70 κατηγορούμενους φασίστες, συμπεριλαμβανομένης της τότε ηγετικής ομάδας. Στη δίκη αυτή, εκτός από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και δύο ακόμα ανάλογης έντασης επιθέσεων (σε Αιγύπτιους αλιεργάτες και σε συνεργείο αφισοκολλητών του ΠΑΜΕ στο Πέραμα), συνεξετάστηκαν 60 ακόμα σχετικές δικογραφίες για επιθέσεις χρυσαυγιτών (με σημαντικότερη τη δολοφονία του μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν το 2013 από δύο ναζιστικά καθάρματα), στο πλαίσιο της ένταξης ή και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Η δίκη αυτή λειτούργησε ως «πλυντήριο» για όσους εξέθρεψαν και καρπώθηκαν από την άνοδο του φασισμού στην ελλάδα, ενώ αποτέλεσε και αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Έχει ενδιαφέρον το πώς η Χρυσή Αυγή, για δεκαετίες μία ολιγομελής οργάνωση παρακρατικών και ναζί, έφτασε μέσα σε λίγα χρόνια να γιγαντωθεί, να αποκτήσει χιλιάδες μέλη και υποστηρικτές, με αποτέλεσμα να μπει στη Βουλή το 2012 με σχεδόν 500.000 ψήφους. Οι φασίστες αποτελούν διαχρονικά ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του κράτους και του κεφαλαίου, εκεί όπου δεν φτάνει η βία των μπάτσων ή η προπαγάνδα των δημοσιογράφων. Η αστυνομική και δικαστική τους ασυλία ήταν πάντα χαρακτηριστική, είτε ως «αγανακτισμένοι πολίτες» στις συγκρούσεις πίσω από τα ΜΑΤ είτε ως «επιτροπές κατοίκων» στις πλατείες του κέντρου. Παράλληλα, με τις επιθέσεις σε μετανάστες, πολιτικούς αντιπάλους και κοινωνικούς χώρους προσπαθούσαν να κρατήσουν τρομοκρατημένα και πειθαρχημένα το πολυεθνικό προλεταριάτο και τα κινήματα, προς όφελος των αφεντικών τους.

Η περίοδος από το 2010 και μετά ήταν περίοδος έντονου κοινωνικού αναβρασμού και σημαδεύτηκε από εκτεταμένες συγκρούσεις και άγριες απεργίες έναντια στην οικονομική κρίση και τα σκληρά μέτρα που χτύπησαν ανελέητα τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις. Η Χρυσή Αυγή με τη φασιστική της ατζέντα για άλλη μία φορά ανασύρθηκε για να επιτελέσει τον αντικοινωνικό της ρόλο, να χρησιμοποιηθεί ενάντια στους κοινωνικούς αγώνες, να αποπροσανατολίσει, να διασπάσει και να τρομοκρατήσει την κοινωνική βάση. Με την τεράστια προβολή τους από τα ΜΜΕ, την προστασία από το κράτος, τη χρηματοδότηση από το μεγάλο κεφάλαιο, τις ευχές του κλήρου και τη συνενοχή των κομμάτων κάθε απόχρωσης, οι φασίστες κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσωπο, δύναμη και κοινωνική απήχηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τελικά να μπουν στη Βουλή το 2012 ως τρίτο κόμμα με 7%, κάτι που τους ενίσχυσε οικονομικά ακόμα περισσότερο, με επίσημα κρατικά κονδύλια αυτή τη φορά. Γραφεία άνοιξαν σχεδόν σε όλη την επικράτεια, ενώ στην ασυλία τους προστέθηκε και η βουλευτική.  Έτσι, μαζί με τις φιέστες, τις παρελάσεις και τα συσίτια «μόνο για έλληνες» πολλαπλασιάστηκαν και τα πογκρόμ, οι επιθέσεις, η βία και ο τρόμος σε πλατείες και γειτονιές.

Θα ήταν όμως η μισή αλήθεια αν λέγαμε ότι η η άνοδος της Χρυσής Αυγής οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην τεράστια πριμοδότηση που δέχτηκε από τα «πάνω». Οι εθνικιστικές κορώνες, τα εθνικά ιδεώδη, ο μιλιταρισμός, το ρατσιστικό δηλητήριο, η μισαλλοδοξία, πασπαλισμένα με αντισυστημικό προφίλ και αντιμνημονιακή ρητορική, βρήκαν «φιλόξενα αυτιά» σε σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Μεγάλο κομμάτι της, ούτως ή άλλως, συντηρητικής και ρατσιστικής κοινωνίας, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης μετατοπίστηκε προς την (ακρο)δεξιά, στρώνοντας το δρόμο στα φασιστικά τάγματα. Τα πιο σκοτεινά, μισανθρωπικά, σκατόψυχα ένστικτα βρήκαν τόπο και τρόπο για να εκφραστούν. Ευθύνη δεν έχουν μόνο όσοι στήριξαν ανοιχτά τη Χρυσή Αυγή αλλά και όσοι της έκλεισαν τα μάτι, επέδειξαν ανοχή ή αδιαφορία στην εγκληματική της δραστηριότητα. Το άλλο μισό της βαρβαρότητας είναι να την ανέχεσαι.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τη Χρυσή Αυγή ως κοινοβουλευτική και κοινωνική δύναμη. Παρόλο που τα εντεταλμένα καθάρματα των ΜΜΕ προσπάθησαν στην αρχή να αποσιωπήσουν το περιστατικό, οι αντιδράσεις και οι δυναμικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν άμεσα σε όλη τη χώρα ανάγκασε την κυβέρνηση Σαμαρά να κινήσει διώξεις για όλα αυτά που μέχρι τότε ήταν  «κοινό μυστικό». Ήταν μάλιστα μια καλή ευκαιρία να «καθαρίσει» το κόμμα του από τις σχέσεις με το κόμμα του Μιχαλολιάκου που έβγαιναν επικίνδυνα στη φόρα (βλέπε Κασιδιάρης-Μπαλτάκος). Ακόμα, να ξεπλύνει την αστυνομία και τους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς που προστάτευαν ή/και στελέχωναν τα φασιστικά τάγματα εφόδου. Να εντείνει την επίθεση στον αναρχικό χώρο και τους αντιφασίστες/στριες, εξισώνοντάς τους με τους χρυσαυγίτες βάσει της θεωρίας των «δύο άκρων». Τέλος, να βάλει χέρι στη μεγάλη δεξαμενή των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής και να συσπειρώσει την (ακρο)δεξιά για την επερχόμενη εκλογική «μάχη» με τον Σύριζα. Και ο Σύριζα βέβαια δεν έχασε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη δίκη κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, συντηρώντας το «αντιφασιστικό» προφίλ του για να ξεπλύνει τη μνημονιακή και αντεργατική πολιτική του.

Μέτα από 5 χρόνια δίκης λοιπόν, διασπάσεων, αλληλοκαρφωμάτων, κλαμμάτων, δηλώσεων μετανοίας και λοιπών αρχαιοελληνικών «στάσεων» απέναντι στη δικαιοσύνη, έφτασε η ώρα της απόφασης του δικαστηρίου. Να πούμε καταρχάς ότι η αστική δικαιοσύνη δεν ήταν ποτέ τυφλή ή ανεξάρτητη· ήταν πάντοτε βαθιά ταξική και κατευθυνόμενη. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι οποιαδήποτε απόφαση θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τους συσχετισμούς όπως αυτοί αποτυπώνονται στο τωρινό πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Παρόλαυτα, δε θεωρούμε ότι θα μπορούσε ποτέ η εξουσία να τιμωρίσει πραγματικά τους φασίστες γιατί είναι δικά της «παιδιά» και ως τέτοια τους προστατεύει. «Ξέρουμε καλά ότι καμιά κυβέρνηση στον κόσμο δεν θέλει να τσακίσει στ’ αλήθεια τον φασισμό, γιατί οι αστοί θα χρειάζεται να καταφεύγουν σε αυτόν κάθε φορά που θα τους γλιστράει η εξουσία από τα χέρια». Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η ατιμωρησία που απολαμβάνουν διαχρονικά οι φασίστες και οι παρακρατικοί σε αυτό τον τόπο, μεταπολεμικά, μετεμφυλιακά και μεταπολιτευτικά. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται βεβαίως και η πρόταση της εισαγγελέως στη δίκη, όπου εισηγήθηκε την απαλλαγή των φασιστών από τις κατηγορίες της «εγκληματικής οργάνωσης».

Όσον αφορά εμάς, δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη για τη δικαιοσύνη και τους νόμους τους. Η ιστορία μας έχει διδάξει ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος για να αντιμετωπίζεις τους ναζί και αυτός δε χωράει στα αστικά δίπολα «ενοχής» ή «αθωότητας», τον θεσμικό δήθεν αντιφασισμό  ή τις άνευρες δηλώσεις «καταδίκης των ναζί». Η μόνη γλώσσα που μιλάνε οι φασίστες είναι η βία και σε αυτή πρέπει να τους απευθυνόμαστε. Παράλληλα, το τέλος της δίκης θα αποτελέσει και το σημείο μηδέν για την επανεκκίνηση της Χρυσής Αυγής, αλλά και των υπόλοιπων μορφωμάτων που δημιουργήθηκαν από αυτήν, στο κομμάτι του «δρόμου». Άλλωστε, η δυναμική τους δε χάθηκε ποτέ αλλα «διαχύθηκε» ευρύτερα κοινωνικά. Είναι αυτοί που ξερνούν καθημερινά το φασιστικό και ρατσιστικό τους δηλητήριο στα social media, που επιτίθονται σε μαθητικές καταλήψεις, που μπλοκάρουν τους δρόμους αφήνοντας νηστικά προσφυγόπουλα, που δολοφόνησαν τον Ζακ-Zackie Oh μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια. Δε θα πρέπει λοιπόν να τους επιτρέψουμε να ξανασηκώσουν κεφάλι αλλά να τους το σπάσουμε, άμεσα και αποφασιστικά. Σε μια περίοδο που η φασιστική ατζέντα είναι επίσημα η ατζέντα του κράτους, όπου μαίνεται ο πόλεμος απέναντι στον αναρχικό χώρο, στους μετανάστες/στριες και την κοινωνία, να ενδυναμώσουμε τους κοινούς αγώνες μας, την αλληλεγγύη, τον πόλεμο σε κράτος, κεφάλαιο και τους φασίστες τους, με κάθε μέσο και με όλα.

Γι’αυτούς τους λόγους λοιπόν, στις 7 του Οκτώβρη το πρωί θα είμαστε έξω από το Εφετείο, απέναντι στους χρυσαυγίτες, τους ένστολους κρατικούς προστάτες τους, τη δικαστική εξουσία, τους πολιτικούς πάτρωνές τους, φωνάζοντας πως:

ΟΥΤΕ ΜΕ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΟΥΤΕ ΜΕ ΦΥΛΑΚΕΣ – Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΤΣΑΚΙΖΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ, ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ, ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ…

PDF

Κάτω τα χέρια από την κατάληψη Terra Incognita

Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου, μπάτσοι όλων των ειδών (ΔΙΑΣ, Ζ, ΜΑΤ και ΟΠΚΕ) εισβάλλουν και εκκενώνουν μία από τις ιστορικότερες καταλήψεις της Θεσσαλονίκης, την Terra Incognita (ιδιοκτησίας ΑΠΘ) στο κέντρο της πόλης. H Terra Incognita δημιουργήθηκε το μακρυνό 2004 εν μέσω κρατικής υστερίας την περίοδο των ολυμπιακών αγώνων. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Αυγούστου, αντίστοιχη επιχείρηση πραγματοποιείται στην κατάληψη Libertatia, κατά τη διάρκεια εργασιών ανοικοδόμησής της, η οποία είχε καεί ολοσχερώς από φασιστικό όχλο μετά το εθνικιστικό συλλαλητήριο του ’18.

Οι επιχειρήσεις αυτές έρχονται να προστεθούν στη μαινόμενη κρατική επίθεση απέναντι σε πολιτικούς χώρους και καταλήψεις, μετά και την τελευταία χρονικά εκκένωση στις 26 Ιουνίου της κατάληψης Δερβενίων 56 στα Εξάρχεια. Τα μέσα που χρησιμοποιεί το κράτος για να επιβάλλει την κυριαρχία του πολλαπλασιάζονται και γίνονται αντίστοιχα με την Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσθήκη της ομάδας ΔΡΑΣΗ (πρώην ΔΕΛΤΑ) στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, μια κίνηση που δεν αφήνει αμφιβολίες σχετικά με τις ορέξεις του κράτους γύρω από τον έλεγχο και την καταστολή των αγωνιζόμενων κομματιών.

H κρατική καταστολή απέναντι στις καταλήψεις, είτε με όρους “αριστερής διαχείρισης” είτε με όρους “τάξης και ασφάλειας” όπως αυτοί αποτυπώνονται από την ακροδεξιά κυβέρνηση της ΝΔ, έχει πολλαπλές χρήσεις. Από την ικανοποίηση των αντιδραστικών αντανακλαστικών των ψηφοφόρων που ονειρεύονται “πάταξη της ανομίας” μέχρι τον παραδειγματισμό όλων όσων τολμούν να αγωνιστούν, η καταστολή αποτελούσε ανέκαθεν την βιτρίνα της κρατικής πολιτικής. Σε συνδυασμό μάλιστα με την προπαγάνδα των ΜΜΕ αλλά και τις εξοντωτικές ποινές/κατηγορητήρια που λειτουργούν με όρους πολιτικής/οικονομικής αφαίμαξης απέναντι στον κόσμο του αγώνα, δημιουργείται μια συνθήκη ασφυξίας.

Η συγκεκριμένη συνθήκη ξεφεύγει από τα στενά όρια του α/α χώρου και ακουμπάει πλέον και ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας. Η επιδημία του παρουσιάζεται ως άλλο ένα εμπόδιο που καλούμαστε να ξεπεράσουμε με “εθνική σύμπνοια” την ώρα που η διαχείρισή της αναδεικνύει τις οξύτατες ταξικές αντιθέσεις σε όλα τα πεδία. Για παράδειγμα ενώ ο τουρισμός “άνοιξε” ουσιαστικά χωρίς όρους προς τέρψιν των μεγάλων (ντόπιων/ξένων) αφεντικών του κλάδου, οι εργαζόμενες/οι βρίσκονται αντιμέτωποι με αναστολές συμβάσεων εργασίας αν οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται “πλήττονται”. Μέτρα τα οποία νομοθετήθηκαν με αφορμή την “υγειονομική” κρίση αλλά σίγουρα δοκιμάζονται για το μέλλον.

Ένα μέλλον το οποίο φαντάζει ζοφερό καθώς το κράτος και οι μηχανισμοί του επιχειρούν να πάρουν πίσω τα κεκτημένα χρόνων αλλά και να διεκδικήσουν ακόμα περισσότερα. Ένα μέλλον που εμείς μπορούμε να το φανταστούμε βιώσιμο μόνο με όρους αγώνα και αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη δεν είναι μια λέξη χωρίς νόημα και φυσικά δεν έχει όρους και προϋποθέσεις. Στεκόμαστε δίπλα σε αυτούς/ες που αγωνίζονται με συνέπεια και αξιοπρέπεια ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο. Στηρίζουμε τις καταλήψεις και τους κοινωνικούς αγώνες. Για να επιστρέψουμε, στο μέτρο των δυνάμεών μας, το φόβο στο αντίπαλο στρατόπεδο, να υπερασπιστούμε τους χώρους και τις ιδέες μας, να κάνουμε το πολιτικό κόστος ασήκωτο βάρος για την κυριαρχία. Και αν όλα αυτά φαίνονται μάταια, για μας μάταια και αναξιοπρεπής είναι η προκαθορισμένη και ελεγχόμενη ζωή στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Κουβαλάμε ένα νέο κόσμο στις καρδιές μας…

Τίποτα δε τελείωσε – Όλα συνεχίζονται

Αλληλεγγύη σημαίνει επίθεση

Κάτω τα χέρια από τις καταλήψεις