Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια πρωτόγνωρων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα, με βασική κινητήριο δύναμη την υγειονομική κρίση λόγω COVID-19. Οι σοβαρές ανακατατάξεις που παρουσιάστηκαν σε οικονομικό επίπεδο όλο αυτό το διάστημα και οι αναταράξεις στην ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού, πλέον γίνονται όλο και πιο εμφανείς, πιο χειροπιαστές στην καθημερινότητα και στις ζωές μας, σε όλες τους τις εκφάνσεις: ακρίβεια, πληθωρισμός, επισιτιστική κρίση. Περαιτέρω όξυνση του παγκόσμιου σκηνικού έχει προκαλέσει φυσικά ο πόλεμος και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα τους εκατομμύρια ξεριζωμένους/νες πρόσφυγες και μια απρόβλεπτη ενεργειακή κρίση να εξελίσσεται σε πλήρη κλίμακα. Το παραπάνω πλαίσιο αποτελεί ένα εκρηκτικό μίγμα, που έχει δημιουργήσει πρωτόγνωρες συνθήκες σε κάθε άκρη της γης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Παρόλες τις κορώνες των κυρίαρχων για δήθεν ανάκαμψη μετά την πανδημία, βρισκόμαστε στη πραγματικότητα στην αρχή μιας νέας οικονομικής κρίσης, με ελαφρώς διαφορετικές συνθήκες. Δεν αποτελεί, άλλωστε, έκπληξη ότι η γενικότερη πορεία της οικονομίας στην Ελλάδα, ακολουθεί την τάση της περιόδου 2008-2015, κατά την οποία είχαμε γενικότερη καθίζηση των οικονομικών «δεικτών» (π.χ. ανάπτυξης) και έκρηξη της ανεργίας, ενώ στη συνέχεια παρατηρήθηκε αύξηση τιμών με την περαιτέρω «ομαλοποίηση» της αγοράς.
Αυτό οφείλεται, αρχικά, στην βίαιη «επανεκκίνηση» της οικονομίας, μετά την άρση των κρατικών lockdown και μέρους των περιορισμών. Η έλλειψη των πρώτων υλών λόγω της υπολειτουργίας του καπιταλισμού παγκοσμίως, ακολουθούμενη από ξαφνική υψηλή αγοραστική ζήτηση και κατανάλωση σε πολλούς κλάδους όπως π.χ. τρόφιμα, εστίαση, λιανεμπόριο, αναψυχή, ταξίδια, διασκέδαση κτλ. έφεραν δομική αστάθεια σε ένα σύστημα που λειτουργεί μηχανικά (παραγωγή, εφοδιαστική αλυσίδα, μεταφορές, εξυπηρέτηση ζήτησης), με αποτέλεσμα να έχουμε ακραίες αυξήσεις τιμών σε βασικά αγαθά ή προϊόντα (κυρίως σε τρόφιμα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.α.). Αυτό φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι αυξήθηκε ξαφνικά η αγοραστική δύναμη παγκοσμίως, απλά η «ανάγκη» για κατανάλωση σε πολλούς κλάδους μετατέθηκε για τις καλένδες, όταν θα άνοιγαν ξανά οι αγορές. Καθώς οι καπιταλιστικές εφοδιαστικές αλυσίδες και η παραγωγή χώλαιναν, τα ναύλα για τις μεταφορές αυξήθηκαν κατακόρυφα, η ζήτηση για παροχή υπηρεσιών μέσω κούριερ και ταχυδρομικών εταιρειών έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη και τελικά όλων των ειδών οι αυξήσεις στην παροχή υπηρεσιών, πέρασαν στον τελικό καταναλωτή. Παράλληλα, η αύξηση του πληθωρισμού σε τιμές ρεκόρ (>5% στην Ευρώπη), κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τη γενικότερη ακρίβεια και τις ανατιμήσεις, δημιουργώντας μια νέα, ασφυκτική συνθήκη για τη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία, δηλαδή τους οικονομικά μη-προνομιούχους.
Προς την παραπάνω κατεύθυνση συμβάλλει αναμφισβήτητα, η ενεργειακή κρίση και τα γεωπολιτικά παιχνίδια γύρω από το φυσικό αέριο, στο φόντο του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας. Με την σταδιακή επανεκκίνηση των οικονομιών, την αύξηση των μετακινήσεων, της συνολικής κατανάλωσης αλλά και τις ενεργειακές απαιτήσεις λόγω χειμώνα, υπήρξε αλματώδης αύξηση στην ζήτηση φυσικού αερίου. Δεδομένου ότι η ενεργειακή εξάρτηση των Ευρωπαϊκών χωρών από το Ρωσικό φυσικό αέριο κυμαίνεται περίπου στο 35-40% (ανάλογα τη χώρα), είναι προφανές ότι αποτελεί το βαρύ «πυροβολικό» του Ρωσικού κεφαλαίου. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, ο παγκόσμιος ρυθμιστής της τιμής της ενέργειας αυτή τη στιγμή, είναι η καθημερινή εξέλιξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία με την εμπλοκή ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ σε αυτόν τον πόλεμο. Η αστάθεια που προκαλείται είναι παγκόσμιας κλίμακας, με τα χρηματιστήρια και τις διεθνείς αγορές να ανεβοκατεβαίνουν, παρασέρνοντας τις τιμές των καυσίμων και των πρώτων υλών παγκοσμίως. Ούτως ή άλλως, όσον αφορά το ενεργειακό κομμάτι, η απειλή εισβολής εξαρχής, αποτελούσε στην αρχή έναν από τους βασικούς μοχλούς πίεσης από την πλευρά της Ρωσίας προς ΕΕ & ΗΠΑ. Η σχεδιαζόμενη κατασκευή του νέου αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος θα παράκαμπτε την Ουκρανία, είχε ως σκοπό την αύξηση της παροχής (άρα και τα οικονομικά οφέλη του Ρωσικού κεφαλαίου) προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Με τη διαφαινόμενη ακύρωση των σχεδίων για τον Nord Stream 2, το Ρωσικό κράτος στράφηκε προς την αγορά της Κίνας, μετά από την ανακοίνωση νέων συμφωνιών σε βάθος 30ετίας. Το κεφάλαιο βρίσκει πάντα τις απαραίτητες λύσεις, ακόμα και μέσα στους πιο πολύπλοκους κρατικούς διαξιφισμούς, ξεπερνώντας τις κρίσεις που το ίδιο δημιουργεί. Από την άλλη μεριά, ΕΕ & ΗΠΑ ανατροφοδοτούν συνεχώς τις πρωτογενείς αιτίες των πολεμικών συγκρούσεων, εξοπλίζοντας το Ουκρανικό κράτος, περιμένοντας με το δάχτυλο στη σκανδάλη στα σύνορα των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ.
Σε κάθε περίπτωση, οι ακραίες αυξήσεις του ενεργειακού κόστους, λόγω των διακρατικών διαξιφισμών, νομοτελειακά θα καταλήξουν στην κοινωνική βάση, στους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες. Αυτή είναι άλλωστε η ουσία και η φύση του καπιταλισμού: η συσσώρευση κερδών και η γέννηση περαιτέρω κεφαλαίων, εις βάρος των εκμεταλλευόμενων. Μαζί με τις αυξήσεις των πρώτων υλών και των καυσίμων, το συνολικό κόστος μετακυλίεται στις τιμές των βασικών αγαθών και των ειδών πρώτης ανάγκης, προκαλώντας γενικευμένη επισιτιστική κρίση και περαιτέρω φτωχοποίηση των οικονομικά αδύναμων στρωμάτων ανά την υφήλιο. Σε πολλές χώρες παγκοσμίως, ήδη έχουν ξεσπάσει αντιδράσεις (Ισπανία, Μαρόκο, Αλβανία κτλ.), ενώ στο Καζακστάν οι ακραίες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και ο πληθωρισμός, είχαν ως αποτέλεσμα να λάβουν χώρα πολεμικές συγκρούσεις με την εμπλοκή του στρατού εναντίον των διαδηλωτών.
Όσον αφορά την Ελλάδα, φιγουράρει ως ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα παγκοσμίως, αναφορικά με την ακρίβεια, τις αυξήσεις τιμών και του πληθωρισμού.
Τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο διεξάγεται μία άνευ προηγουμένου ληστρική επίθεση των από πάνω προς την κοινωνική βάση. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, σε συνδυασμό με την υγειονομική κρίση των τελευταίων 2 ετών, οδήγησε στην περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων στο εσωτερικό της χώρας. Το κόστος ζωής αυξήθηκε κατακόρυφα ενώ το βιοτικό επίπεδο υποβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο, εντείνοντας την φτωχοποίηση και την εξαθλίωση των κατώτερων και μικρομεσαίων στρωμάτων. Από την άλλη το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε αποτέλεσαν προνομιακό περιβάλλον ώστε να μετατραπεί και αυτή η οικονομική και πολιτική συνθήκη, σε ευκαιρία για το κεφάλαιο και την πολιτική εξουσία.
Σε ότι αφορά το εργασιακό-ασφαλιστικό, το αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη το οποίο ψηφίστηκε πέρυσι το καλοκαίρι και αποτελεί πλέον νόμο του κράτους, ήρθε για να ισοπεδώσει μια σειρά εργατικών κεκτημένων, ενώ ανάμεσα σε αλλά προωθεί την κατάργηση του κεκτημένου 8ώρου και θεσμοθετεί την απλήρωτη υπερωρία την οποία συμψηφίζει με άδειες και ρεπό. Επιπλέον προβλέπει την αύξηση των υπερωριών στις 150 ώρες από́ 120 χωρίς (βέβαια) καμιά μισθολογική́ προσαύξηση, κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, ποινικοποίηση της απεργίας και του ταξικού συνδικαλισμού. Παράλληλα στον τομέα του ασφαλιστικού, ο νόμος προβλέπει την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, περαιτέρω μείωση συντάξεων και την κατάργηση της οικονομικής ενίσχυσης του ΕΚΑΣ. Οι αιτίες βέβαια που διαμορφώνουν το παραπάνω σκηνικό, θα πρέπει να αναζητηθούν στη φύση του υπάρχοντος συστήματος και όχι απλά σε μία εύπεπτη και εύκολη ανάλυση του τύπου «φταίει η δεξιά ή αριστερή κυβέρνηση». Η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων έχει σαν σκοπό την αύξηση του κεφαλαίου και την μεγιστοποίηση των κερδών που είναι και η ουσία του καπιταλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό και όταν τα αφεντικά μιλάνε για ανάπτυξη, ουσιαστικά μιλάνε για επίθεση στην εργατική τάξη και σε δικαιώματα τα οποία έχουν κατακτηθεί με αγώνες και κόστος. Φυσικά για να επικυρωθεί και να νομιμοποιηθεί κοινωνικά η εργασιακή εκμετάλλευση χρειάζεται και τον κατάλληλο στυλοβάτη. Τον ρόλο αυτόν έρχεται να τον αναλάβει το κράτος, το οποίο μέσω κατάθεσης και ψήφισης νόμων και νομοσχεδίων προασπίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Μέσα σε αυτή την εργασιακή δυστοπία η οποία διαμορφώνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα, όπου οι μισθοί και συντάξεις συρρικνώνονται ακόμα περισσότερο, ήρθε το νέο κύμα ανατιμήσεων σε μία σειρά από αγαθά πρώτης ανάγκης αλλά και στους τομείς της ενέργειας και των καυσίμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο δείκτης Τιμών Καταναλωτή (πληθωρισμός) σκαρφάλωσε στο 5.5% τον Γενάρη συγκριτικά με το 4.8% σε σχέση με την περσινή χρονιά, προκαλώντας μεγάλες αυξήσεις σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας. Η αύξηση της τιμής των τροφίμων έφτασε στο 4.3%, ενώ όσον αφορά την ενέργεια, 45% στον ηλεκτρισμό, 135.7% στο φυσικό αέριο και 34.1% στο πετρέλαιο θέρμανσης. Αντίστοιχα το ποσοστό αύξησης της τιμής του καυσίμου κίνησης ανήλθε στο 21.7%, με τη βενζίνη να ξεπερνά τα 2€. Οι ανατιμήσεις αυτές, τόσο στα καθημερινά προϊόντα όσο και στην ενέργεια, προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ανάγκης του ντόπιου αλλά και του διεθνούς κεφαλαίου να επιστρέψει γρήγορα στη μέγιστη δυνατή κερδοφορία, καθώς η οικονομία έχει «φρενάρει» τα τελευταία 2 χρόνια μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης. Σαφώς μέσω της παρούσας οικονομικής και κοινωνικής συνθήκης, επιμέρους επιχειρήσεις και αφεντικά άδραξαν την ευκαιρία και αύξησαν τα κέρδη τους εκεί όπου η κοινωνική βάση μπορούσε να εκτονώσει την αγοραστική της δύναμη μέσω απαγορεύσεων και γενικότερου lockdown. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες όμως και το εμπόριο στο σύνολό τους είχαν κάθετη πτώση με το ντόπιο κεφάλαιο να γνωρίζει παρατεταμένη ύφεση και χασούρα. Σε αυτή τη δυσμενή κατάσταση, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να εντείνει το εγχώριο «κραχ», επιφέροντας επιπρόσθετα χτυπήματα στην ελληνική οικονομία και νέα αύξηση του πληθωρισμού (8% Μάρτιο).
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις και με την ανάγκη εκτόνωσης της αγοράς να τίθεται επιτακτικά, αναγκάζουν την πολιτική ελίτ να μιλάει για το τέλος της πανδημίας και επιστροφή στην καθημερινότητα (άραγε ποια), χαλαρώνοντας σιγά σιγά τα περιοριστικά μέτρα. Οι άρσεις των μέτρων όμως δεν έχουν να κάνουν σε καμία περίπτωση με το τέλος της υγειονομικής κρίσης σε κανένα επίπεδο. Το Βασικό ζητούμενο για τα αφεντικά είναι η «επανεκκίνηση της αγοράς» και η εξασφάλιση μέγιστων κερδών. Η οικονομική ανάκαμψη του κεφαλαίου θα πατήσει πάνω στα εξαντλητικά ωράρια και τις απλήρωτες υπερωρίες, στην μαύρη και αδήλωτη εργασία, στα «εργατικά ατυχήματα» και τους θανάτους των ανθρώπων της τάξης μας μέσα στα εργασιακά κάτεργα της σύγχρονης δουλείας. Η λίστα των εργοδοτικών δολοφονιών είναι μεγάλη. Ήδη το τελευταίο χρονικό διάστημα μετράμε δεκάδες νεκρούς προλετάριους με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το θάνατο 3 εργαζομένων από έκρηξη στο εργοστάσιο παραγωγής εκρηκτικών της ΕΛΤΕΚ στα Γρεβενά, 3 εργατών από ηλεκτροπληξία σε έργο υπογειοποίησης σε περιοχή της Εύβοιας, το θάνατο εργαζόμενου στο Δήμο Ελληνικού-Αργυρούπολης από πτώση ανυψωτικού, καθώς και του εργάτη της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά όπου εγκλωβίστηκε ανάμεσα σε ράγες. Φυσικά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και τα καθημερινά εργατικά ατυχήματα των διανομέων που εργάζονται κάτω από αντίξοες και πιεστικές συνθήκες, οι οποίες εντατικοποιήθηκαν μέσα στην περίοδο του κορωνοϊού αλλά και όλων των εργαζομένων που έχασαν την ζωή τους ή σακατεύτηκαν εν ώρα εργασίας. Η παραγωγική μηχανή του κεφαλαίου για να δουλέψει καλά θέλει γρασάρισμα και το αίμα των εργαζομένων αποτελεί ένα καλό «λιπαντικό».
Ο χορός των ανατιμήσεων βέβαια δεν είναι κάτι καινούργιο στην αγορά. Η επιταχυνόμενη ιδιωτικοποίηση την οποία πραγματοποιεί το ελληνικό κράτος από τις αρχές του 2010 με τις πολιτικές των μνημονίων, οδήγησαν σε ξεπούλημα και καταστροφή του φυσικού πλούτου (βουνά, θάλασσες δασικές εκτάσεις κτλ.) με σκοπό τη μετατροπή τους σε «φιλέτα» για τις επενδυτικές ορέξεις των επιχειρήσεων. Επίσης η πώληση κρατικών υποδομών όπως ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ, ΟΑΣΘ, αεροδρόμια, λιμάνια κλπ. μέσω του ΤΑΙΠΕΔ σε ιδιώτες και επιχειρηματικούς κολοσσούς, αύξησε περαιτέρω το κόστος ζωής σε βασικές καθημερινές ανάγκες όπως της μετακίνησης, της στέγασης, της επικοινωνίας, κτλ. Επιπλέον η σταδιακή παρακμή του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα με την παράλληλη αύξηση του τριτογενή σε ότι αφορά τον τουρισμό δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος για την πώληση και αγορά κατοικιών αλλά και ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων από real estate επιχειρήσεις και πλούσιους ιδιώτες επιχειρηματίες με σκοπό την μετατροπή τους σε βραχυπρόθεσμη ενοικίαση (Airbnb). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τουριστικοποίησης και εξευγενισμού (gentrification) των αστικών κέντρων, η εκτίναξη των τιμών ενοικίασης και αγοράς ακινήτου λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος καθιστά την στέγαση τρομακτικά δυσεύρετη. Παράλληλα η απελευθέρωση της προστασίας της πρώτης κατοικίας ανοίγει τις ορέξεις των τραπεζών και των ξένων funds, καθώς η κυριότητα της οικίας νομικά πλέον θα ανήκει στις επιχειρήσεις, στρώνοντας το δρόμο για ακόμα περισσότερους πλειστηριασμούς και εξώσεις πρώτης κατοικίας σε όσους έχουν πραγματοποιήσει αγορά σπιτιού μέσω τραπεζικού δανείου. Με τον νέο νόμο πλέον, όσοι με το ένα ή τον άλλο τρόπο βρέθηκαν χρεωμένοι μέσω τραπεζών, μετατρέπονται σε νοικάρηδες του ίδιου τους του σπιτιού σε μία εκβιαστική συνθήκη συνεχόμενης πληρωμής, καθώς η μη καταβολή κάποιων μηνών σημαίνει και έξωση οποιαδήποτε στιγμή. Το κεφάλαιο συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερα χέρια τα οποία ρυθμίζουν την αγορά και την οικονομία κατά το δοκούν, οδηγώντας την κοινωνία στα όρια της οικονομικής ανέχειας και εξαθλίωσης με το κράτος να βάζει πλάτη, τοποθετώντας τα συμφέροντά του πάνω από τις ζωές και την επιβίωση των ανθρώπων.
Πέρα από το κύμα των ανατιμήσεων και της αύξησης τους κόστους ζωής στη καθημερινή ζωή, η «νέα κανονικότητα» η οποία αναδύεται το τελευταίο διάστημα στο εσωτερικό της χώρας διαμορφώνει ένα καθεστώς μόνιμης «έκτακτης ανάγκης», ελέγχου και καταστολής. Η αντι-εξεγερτική και αντικοινωνική πολιτική των κυρίαρχων ξεδιπλώνεται με όλο και μεγαλύτερη σφοδρότητα ενώ η υγειονομική κρίση λειτουργεί ως επιταχυντής για την σαρωτική επίθεση κράτους και αφεντικών απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία σε όλα τα μέτωπα. Με κατεπείγουσες διατάξεις και ρυθμίσεις νόμων, ξηλώνουν όλο και περισσότερα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες στο κοινωνικό και εργασιακό πεδίο στο όνομα της «υγειονομικής ασφάλειας», με την ίδια τη ζωή να γίνεται καθημερινά όλο και περισσότερο ασφυκτική και μη βιώσιμη. Σε αυτόν τον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο, το ρόλο της εμπροσθοφυλακής τον διατηρεί πάντα η αστυνομία, η οποία συνεχώς αναβαθμίζεται σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό και προσωπικό. Παράλληλα, οι συνεχείς έλεγχοι πιστοποιητικών εμβολιασμού σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας (σχολεία, σχολές, χώρους εργασίας, αναψυχής, διασκέδασης κτλ.), έχουν παράξει επίπλαστους διαχωρισμούς με βάση τα υγειονομικά κριτήρια (εμβολιασμένοι και μη) και μία κοινωνία διαφορετικών ταχυτήτων και δικαιωμάτων. Όσες/οι έχουν επιλέξει τον εμβολιασμό, μπορούν και συνεχίζουν τη ζωή τους και την εργασία τους «κανονικά», το οποίο πλασάρεται από τα πολιτικά και οικονομικά αφεντικά πλέον ως προνόμιο. Για τους υπόλοιπους, ισοδυναμεί με κοινωνική και εργασιακή περιθωριοποίηση καθώς αποκλείονται από τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους χωρίς την επίδειξη πιστοποιητικού υγείας. Όσον αφορά τον εργασιακό τομέα, ο εργαζόμενος/η θα πρέπει να προσκομίζει συνεχή test, τα οποία χρεώνεται ο ίδιος/α, ειδάλλως αντιμετωπίζει τον κίνδυνο απόλυσης. Η δημιουργία «εσωτερικού κινδύνου» αποτελεί πάγια τακτική της εξουσίας, για να νομιμοποιηθεί κοινωνικά η επίθεση και η βία προς τους εκμεταλλευόμενους/ες προκειμένου να επιβάλει τα συμφέροντά της. Μετανάστες, οροθετικές και τοξικοεξαρτημένοι, ταξικά-ανταγωνιστικά κινήματα και κοινωνικοί αγωνιστ(ρι)ές πάντα αποτελούσαν και αποτελούν τη δεξαμενή για την κατασκευή τέτοιων «κινδύνων». Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης ήρθε να διευρύνει τον ορισμό του «εσωτερικού εχθρού», πατώντας πάνω στο δόγμα της «ατομικής ευθύνης», χαρακτηρίζοντας ολόκληρους πληθυσμούς ως κοινωνικά «επικίνδυνους» για την δημόσια υγεία.
Ταυτόχρονα το κράτος ανοίγει το δρόμο για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας, το οποίο αφήνεται σκοπίμως σε παρακμή και υποστελέχωση, με την χρηματοδότησή του να παραμένει καθηλωμένη στο 5% του ΑΕΠ. Μέσα σε αυτό το κλίμα διάλυσης, εκπνέει και η τελευταία διορία για πάνω από 5.000 ανεμβολίαστους υγειονομικούς που είναι σε αναστολή εργασίας εδώ και 6 μήνες. Μέσω επίδειξης μηδενικής ανοχής και αυταρχισμού, το κράτος θέτει το εκβιαστικό δίπολο, εμβολιασμός ή απόλυση, σενάριο το οποίο αν γίνει πραγματικότητα θα οδηγήσει σε εργασιακό θάνατο χιλιάδες εργαζόμενους/ες και θα επιδεινώσει περεταίρω το ήδη διαλυμένο Ε.Σ.Υ. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τελευταία έχει ανοίξει συζήτηση για πληρωμή των απογευματινών χειρουργείων από την τσέπη του ασθενή. Κατάσταση η οποία αν γίνει πραγματικότητα θα έχει τραγικές υγειονομικές και οικονομικές συνέπειες για τους ανθρώπους της τάξης μας, καθώς το κόστος των χειρουργείων είναι υψηλό και σχεδόν αδύνατο να πληρωθεί από το ίδιο το άτομο, αποκλείοντας το στην ουσία από το σύστημα υγείας. Με αποτέλεσμα η εύρεση μιας θέσης για τέτοιου είδους περιστατικά στα πρωινά χειρουργεία να μετατρέπεται σε διαδικασία μακροχρόνια και δυσεύρετη. Το δικαίωμα στην υγεία και την περίθαλψη παύει να είναι κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα του καθενός και της καθεμίας. Η ζωή μετατρέπεται σε εμπόρευμα και κοστολογείται με υγειονομικά κριτήρια. Το ποιος/α θα έχει μία θέση στην υγεία θα είναι καθαρά θέμα κόστους-κέρδους για τις παχυλές τσέπες των αφεντικών τα οποία θα ελέγχουν και θα κρίνουν για το ποιος θα ζήσει ή όχι.
Όπως αρμόζει σε κάθε είδους κρατική διαχείριση, στην άκρη της πολιτικής ατζέντας υπάρχει το ενδεχόμενο εθνικών εκλογών, ανάλογα τη συγκυρία και μάλιστα ίσως πιο σύντομα απ’ ότι περιμένουμε. Το ενδεχόμενο εκλογών, βέβαια, θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες. Ο στόχος, άλλωστε, είναι ακόμα και οι παραμικροί συστημικοί κραδασμοί ή η όποια υπόνοια ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης, να μπορέσουν να απορροφηθούν πιο εύκολα μέσα από το κλίμα εκλογικής αυταπάτης και «δημοκρατικής» ανάθεσης. Γι’ αυτό το λόγο, ο χρόνος διεξαγωγής τους θα είναι αυτός που βολεύει τους τωρινούς διαχειριστές της εξουσίας, ώστε να έχουν «επουλωθεί» τα σημάδια της πανδημίας στην κοινωνική βάση, με ακόμα μεγαλύτερη χαλάρωση (ή και πλήρη άρση όλων) των περιορισμών. Επίσης, θα επιχειρηθεί η οικονομική συνθήκη να είναι η καλύτερη δυνατή και η αγορά να κινείται στους ρυθμούς της «ανάπτυξης», παράλληλα με την προεκλογική πελατειακή παροχολογία. Και αν οι παγκόσμιες ανακατατάξεις άλλαξαν άρδην το πολιτικό σκηνικό, ήδη έχουν γίνει οι πρώτες αναγγελίες για τα ψίχουλα των κρατικών επιδοτήσεων, σε μια απέλπιδα προσπάθεια ομαλοποίησης της κατάστασης στο εσωτερικό της χώρας. Φυσικά, όσον αφορά την κεντρική πολιτική χάραξη της τωρινής κρατικής διαχείρισης, ήδη έχουμε πάρει μια μικρή γεύση για το τι μέλλει γενέσθαι. Οι ξεφτιλισμένες δηλώσεις του πρώην υπουργού Πέτρου Δούκα στη Σπάρτη, μετά το τελευταίο φιάσκο με τον εγκλωβισμό χιλιάδων ανθρώπων στην Αττική Οδό, έδωσαν το στίγμα που πάντα χαρακτήριζε το εκλογικό αλισβερίσι: μερικές βαλίτσες με χάντρες στους ιθαγενείς, άλλη μια 4ετία για τους καλοταϊσμένους κοπρίτες του κρατικού μηχανισμού.
Αυτό είναι το παρόν και το μέλλον που κράτος και αφεντικά μας επιφυλάσσουν: μια ζωή που συνθλίβεται καθημερινά, από ακόμα περισσότερη φτώχεια και εξαθλίωση, εκμετάλλευση και καταπίεση, ασυδοσία, αποκλεισμούς και καταναγκασμούς. Ένα διαρκές έγκλημα απέναντι στην τάξη μας, απ’το οποίο κάνεις δε θα μας σώσει αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες. Μονάχα με αγώνες, μικρούς και μεγάλους, καθημερινούς και πολυμόρφους, θα μπορέσουμε βραχυπροθέσμα ή μακροπρόθεσμα να ανταπεξέλθουμε απέναντι στο αυξημένο κόστος διαβίωσης και στη συνεχή μετακύλιση του βάρους των αφεντικών στις πλάτες μας. Να οργανωθούμε οριζόντια και μαχητικά, με όπλο μας την Αλληλεγγύη και την Αλληλοβοήθεια μεταξύ των καταπιεσμένων, στις γειτονιές, τους χώρους δουλειάς και σε κάθε κοινωνικό πεδίο που συναντιόμαστε και αλληλοεπιδρούμε. Να υπερασπιστούμε – επανοικειοποιηθούμε κάθε μέσο και αιχμηρό εργαλείο αντίστασης που έχουν αναδείξει οι αγώνες του παρελθόντος, όπως είναι οι μαζικές (ή μη) απαλλοτριώσεις κοινωνικών αγαθών, οι συλλογικές (ή μη) αρνήσεις πληρωμών, οι καταλήψεις στέγης, οι κάθε είδους αυτομειώσεις σε τομείς που αναπνέει και αναπαράγεται η τάξη μας, αλλά και να εφεύρουμε νέους. Να αντισταθούμε στην περαιτέρω φτωχοποίησή μας, με απεργίες, σαμποτάζ, καταλήψεις, διαδηλώσεις και συγκρούσεις. Να απαιτήσουμε αξιοπρεπείς συνθήκες στην περίθαλψη και άμεση πρόσβαση χωρίς διαχωρισμούς για όλους, ντόπιες και μετανάστ(ρι)ες τόσο εκτός όσο και εντός των φυλακών. Να πολεμήσουμε τον πόλεμό τους, φέρνοντας τον στα μετόπισθεν και σαμποτάροντας την κοινωνική́ τους «ειρήνη».
Περαιτέρω, να συνδέσουμε και να ενώσουμε τους επιμέρους αγώνες, εργατικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, στην εκπαίδευση, την υγεία, τις φυλακές, γιατί μονάχα ενωμένοι μπορούμε να διεκδικούμε και να κερδίζουμε. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να γκρεμίσουμε τις αυταπάτες της κοινωνικής βάσης για εκλογική ή άλλη δημοκρατική λύση· η εναπόθεση των ελπίδων σε κάποιο «προστάτη» από τα πάνω, ανεξαρτήτως πολιτικής αποχρώσεως της κρατικής διαχείρισης, θα είναι η επιβεβαίωση της ήττας μας ως τάξη. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για το ρεφορμισμό, των μερικών και ειρηνικών μεταρρυθμίσεων, με τον οποίο έχει προικοδοτήσει τα κινήματα η Αριστερά. Μόνη διέξοδος από τον κόσμο της εξουσίας, είναι η επαναστατική προοπτική και ο συνολικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, για ένα κόσμο ελευθερίας, αλληλεγγύης και ισότητας.
Να μετατρέψουμε τους πολέμους και τις κρίσεις τους σε κοινωνική επανάσταση
Εμπρός για απεργίες – διαδηλώσεις – συγκρούσεις – απαλλοτριώσεις