Εισήγηση για την εκδήλωση για τα αιολικά στην κατάληψη Δερβενίων 56

Μετά από μία «επιτυχημένη» τετραετία διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο ελληνικός καπιταλισμός βρέθηκε σε θέση να μιλάει για «ανάπτυξη», με σημείο αναφοράς την «έξοδο από τα μνημόνια», και την επακόλουθη «έξοδο στις αγορές». Από τις αντιμνημονιακές ταραχές και την «οικονομική κρίση» από το ’08 πέρασε σε μία φάση που βρήκε τις κοινωνικές αντιστάσεις να έχουν καμφθεί, και την επενδυτική δραστηριότητα του κεφαλαίου σε κατεύθυνση σταθεροποίησης. Τα αφεντικά έχουν βρει το κατάλληλο έδαφος για να αυξήσουν την κερδοφορία τους, ή ακόμα να την επεκτείνουν σε νέα πεδία, να υποτιμήσουν την εργατική δύναμη και να εντείνουν την εκμετάλλευση. Αντίστοιχα, το κράτος ενισχύει τους μηχανισμούς του, τόσο με την ηλεκτρονική επιτήρηση και ψηφιοποίηση όλο και περισσότερων δεδομένων που αφορούν τον πληθυσμό, όσο και με την ενίσχυση της κυρίαρχης σχέσης που παράγει, αυτή του ρυθμιστή κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής. Ηλεκτρονικά εισιτήρια, βιομετρικές ταυτότητες και ηλεκτρονικές συναλλαγές από τη μία, έλεγχος, κάμερες, περισσότεροι μπάτσοι σε πλατείες και πάρκα από την άλλη – ακόμα και πριν την «πανδημία» του κορωνοϊού.

Η έννοια της «ανάπτυξης» τίθεται κάθε φορά από τα πάνω, με κριτήρια που καμία σχέση δεν έχουν με τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των από τα κάτω. Ανάπτυξη για παράδειγμα έχει χαρακτηριστεί η υποτίμηση (υλική και επικοινωνιακή) ολόκληρων γειτονιών, η εκδίωξη των φτωχών κατοίκων τους, και η ανάπλασή τους με όρους πολεοδομικούς, υγειονομικούς, ακολουθώντας τα καταναλωτικά trends. Ο σκοπός είναι η εκ νέου αξιοποίησή τους είτε για την αγορά κατοικίας, ή για τη δημιουργία καταστημάτων εστίασης, διασκέδασης, αναψυχής, για την εισαγωγή νέων μοντέρνων και πολυτελών υπηρεσιών κ.ο.κ. Αυτή η περιγραφή αφορά μία διαδικασία εκτοπισμού υποτιμημένων πληθυσμών (συνήθων μεταναστευτικών), που εκπορεύεται από το κράτος (μέσω δημοτικών αρχών) και από κεφάλαια διαφόρων ειδών (καταστηματάρχες, ιδιοκτήτες γης). Είναι προφανές ότι γίνεται για να ενισχύσει τα συμφέροντα των τελευταίων, και δεν απαντά σε κανένα από τα προβλήματα των πρώτων, αντιθέτως τα γιγαντώνει. Πρόκειται για ένα μόνο, πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα ανάπτυξης. Βέβαια, η λογική που κρύβει στον πυρήνα του μπορεί να εντοπιστεί σε όλο το φάσμα της αναπτυξιακής δραστηριότητας του κράτους και του κεφαλαίου: Ανάπτυξη για αυτούς σημαίνει πως τα επιχειρηματικά τους σχέδια προχωρούν χωρίς εμπόδια, τα κέρδη αυξάνονται χωρίς προβλήματα, οι εκμεταλλευόμενες/οι σκύβουν το κεφάλι σε κάθε μικρή ή μεγάλη απαίτηση.

Ο ίδιος ο όρος «ανάπτυξη» -γενικά και αόριστα- φέρει θετικό φορτίο, και πάνω σε αυτό το φορτίο επιχειρείται κάθε φορά η νομιμοποίηση των βλέψεων της κυριαρχίας. Έτσι, η «ανάπτυξη» έρχεται για όλους/ες, πάντα με έναν ωφελιμιστικό χρωματισμό που απλώνεται σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Μπορεί να συνοδεύεται από δωρεές (μίζες) σε ιδρύματα και δήμους, από την προκήρυξη μερικών θέσεων εργασίας, από κούφιες υποσχέσεις κλπ. Είμαστε κομμάτι του κόσμου που βλέπει στα αναπτυξιακά σχέδιά τους την περαιτέρω περίφραξη, καταστολή και αφαίμαξη της καθημερινότητάς του.  Ένα πρώτο ζητούμενο για εμάς είναι η αποδόμηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ανάπτυξης, με γνώμονα τα συμφέροντα των από τα κάτω, σε μία κατεύθυνση ρήξης με τις ορέξεις των από τα πάνω.

Το ιδεολόγημα της ανάπτυξης δεν είναι μια ενιαία κατασκευή. Υπόκειται και αυτό στις ιδιαιτερότητες των συνθηκών τις οποίες καλείται να επενδύσει. Στον κλάδο της ενέργειας τα τελευταία χρόνια, η διαδικασία που περιγράφουμε παραπάνω χρωματίζεται ως «πράσινη», αναδεικνύοντας το ιδεολόγημα της πράσινης ανάπτυξης. Ένα ιδεολόγημα που προβάλλεται ως προοδευτικό, λόγω της οικολογικής ευαισθησίας του, υπονοώντας την ύπαρξη μιας εναλλακτικής σε έναν επιχειρηματικό κλάδο, που είναι -κατά κοινή ομολογία- από τους πλέον καταστροφικούς και ρυπογόνους. Στον τομέα της «πράσινης ανάπτυξης» περιλαμβάνεται η χρήση τεχνολογιών όπως οι ανεμογεννήτριες στα αιολικά πάρκα, τα φράγματα για την άντληση υδροηλεκτρικής ενέργειας, τα φωτοβολταϊκά κ.α. Στην προκειμένη περίπτωση θα εστιάσουμε στο ζήτημα της αιολικής ενέργειας, που τίθεται από το ελληνικό κράτος ως βασική αιχμή της πράσινης ενεργειακής ανάπτυξης, ήδη από τα «προοδευτικά» χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Φτάνοντας στο σήμερα βλέπουμε πως το μεγαλύτερο τμήμα της υπαίθρου του ελλαδικού χώρου προσεγγίζεται ως ανεκμετάλλευτο οικόπεδο, έτοιμο να γεμίσει ανεμογεννήτριες. Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, θα προσπαθήσουμε να συζητήσουμε και να αναδείξουμε τους αγώνες που έχουν γεννηθεί σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας ενάντια στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών, βάζοντας ως πρώτο μέλημα την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Τα αιολικά πάρκα ενδείκνυται να τοποθετηθούν σε μέρη με μεγάλο «αιολικό δυναμικό», όπου οι αέρηδες είναι δυνατοί και συχνοί. Συνήθως αυτά είναι είτε οι κορυφές και τα οροπέδια σε μεγάλο υψόμετρα στα βουνά, είτε κάποιες βραχονησίδες ή θαλάσσια οικόπεδα. Για να εγκατασταθεί μία ανεμογεννήτρια απαιτείται:

  • η διάνοιξη δρόμων, επαρκούς πλάτους, ώστε να χωρούν τα φορτηγά που θα μεταφέρουν τα εξαρτήματα της ανεμογεννήτριας,
  • η ισοπέδωση του σημείου εγκατάστασης, ώστε να είναι εφικτό το χτίσιμο. Στην περίπτωση μιας βουνοκορφής μιλάμε για «κούρεμα» του σημείου, μέχρι να αποκτήσει το επιθυμητό πλάτος και μηδενική κλίση. Η έκταση που χρειάζεται έχει πλάτος 15 μέτρα, και άλλο τόσο μήκος, ενώ πρέπει να σκαφτεί σε βάθος, ώστε να θεμελιωθεί σωστά μία τόσο ψηλή κατασκευή (οι περισσότερες από τις ανεμογεννήτριες που σκοπεύουν να εγκαταστήσουν στα ελληνικά βουνά φτάνουν σε ύψος τα 100 μέτρα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται και το ύψος τους πτερυγίου (φτερού), που είναι άλλα 20 μέτρα.
  • εγκατάσταση βοηθητικών υποσταθμών ρεύματος, που θα τροφοδοτήσουν με ρεύμα τις εργασίες εγκατάστασης. Κατ’ αντιστοιχία χρειάζεται και σύνδεση με το ήδη υπάρχον δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, που σε πρώτο χρόνο θα φέρνει το ρεύμα για τις εργασίες εγκατάστασης, ενώ αργότερα θα χρησιμοποιείται για να διοχετεύει με το παραγόμενο ρεύμα το δίκτυο.

Ήδη μόνο για τη δημιουργία ενός αιολικού πάρκου, η καταστροφή που συντελείται είναι ανυπολόγιστη. Κάποια τμήματα της καταστροφής είναι μη αναστρέψιμα, ενώ άλλα μπορούν να επανέλθουν με την πάροδο δεκαετιών:

  • Σε κάθε περίπτωση η χάραξη οδικού δικτύου, και η ισοπέδωση κορυφών ή άλλων τοποθεσιών, είναι παρεμβάσεις στο φυσικό τοπίο χωρίς επιστροφή. Οπτική όχληση και απώλεια τοπίων ανεκτίμητης αισθητικής και περιβαλλοντικής αξίας.
  • Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, πρέπει να λάβουμε υπόψη τη διάρκεια ζωής τέτοιων έργων. Όπως αποδεικνύεται από τα ήδη εγκατεστημένα πάρκα στη νότια Εύβοια, η απόδοση μιας ανεμογεννήτριας μειώνεται μέσα σε 20 χρόνια, καθιστώντας μη συμφέρουσα τη συνέχεια της λειτουργίας της. Ή αντικατάσταση ενός τέτοιου μεγέθους έργου δεν συνίσταται επίσης. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία νεκροταφείων ανεμογεννητριών στις κορυφογραμμές των βουνών, και πέριξ, συνθήκη που νομικά ενισχύεται από τη μη δέσμευση των εταιριών να αποκαταστήσουν τη ζημιά στο περιβάλλον (αλήθεια πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο;)
  • Τα υλικά από τα οποία φτιάχνονται τα πτερύγια θέλουν εκατοντάδες χρόνια για να διασπαστούν. Λαμβάνοντας υπόψη πως βγαίνουν εκτός λειτουργίας μετά από 20 χρόνια, καταλαβαίνουμε πως θα δημιουργηθούν σωροί από τεράστια πλαστικά απορρίμματα, οι οποίοι κάπου θα πρέπει να «εκταφούν». Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες νεκροταφείων πτερυγίων ανεμογεννητριών στις ΗΠΑ, όπου δεσμεύονται αχανείς εκτάσεις μόνο για αυτόν τον σκοπό.
  • Η ένταση και η έκταση των βιομηχανικών έργων, ειδικά μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, αποτελούν απειλή για όλα τα ενδημικά είδη πανίδας και χλωρίδας. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως για τα πουλιά αυξάνεται η θνησιμότητα, καθώς κάποια προσκρούουν στα πτερύγια των ανεμογεννητριών, εκτοπίζονται, μειώνεται η αναπαραγωγική τους επιτυχία. Αυτές οι επιπτώσεις προκύπτουν και από τα συνοδά έργα, και όχι μόνο από τα μεγαθήρια των αιολικών πάρκων (στοιχεία από την «Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία»).
  • Τέλος είναι σημαντικές και οι επιπτώσεις στον υδροφόρο ορίζοντα των περιοχών, επηρεάζοντας πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του οικοσυστήματος, από αυτό που «φιλοξενεί» τις αιολικές εγκαταστάσεις.

Παραπάνω κάναμε μία προσπάθεια να παραθέσουμε κάποιες από τις πιο σημαντικές επιπτώσεις που έχει αρχικά η εγκατάσταση αιολικών πάρκων στο φυσικό τοπίο, και στη συνέχεια, να αντιληφθούμε τι αποτύπωμα θα αφήσει η λειτουργία τους, και η απόρριψή τους όταν θα δεν θα παράγουν αρκετά κέρδη για τα αιολικά κοράκια. Πριν προχωρήσουμε σε κάποια πρώτα συμπεράσματα, είναι κρίσιμο να τεθεί ακόμα ένα θέμα, που αφορά ευρύτερα το ζήτημα της ενέργειας.

Αφετηρία του προβληματισμού είναι το γεγονός πως οι ανεμογεννήτριες δεν μπορούν να δουλεύουν όλο τον χρόνο. Οι άνεμοι είναι απρόβλεπτοι και αλλάζουν συνεχώς, επομένως όταν φυσάει οι ανεμογεννήτριες δουλεύουν και παράγουν ρεύμα, ενώ όταν δεν φυσάει επαρκώς δεν δουλεύουν. Όμως ,κάθε αιολικό πάρκο οφείλει να παράγει συγκεκριμένα ποσά ενέργειας κάθε μέρα, όπως ορίζεται από τη συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ εταιρίας και Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ): Θεωρητικά η συμφωνία αυτή απαντάει στις ενεργειακές ανάγκες ενός τόπου· πρακτικά ρυθμίζεται από τις ανάγκες της αγοράς! Αν λοιπόν ένα αιολικό πάρκο παράξει λιγότερη ενέργεια από αυτή που προβλέπεται, θα πρέπει να φροντίσει να καλύψει το κενό με άλλο τρόπο. Ο τρόπος αυτός είναι είτε μέσα από την παραδοσιακή επεξεργασία του λιγνίτη, είτε από μονάδες που επεξεργάζονται φυσικό αέριο. Θεωρητικά -και πάλι- μειώνεται η χρήση ορυκτών καυσίμων για παραγωγή ενέργειας, αλλά δεν υποκαθίστανται ποτέ. Αιολικά και ορυκτά πάνε πακέτο, και σε αυτό το σημείο αποδομείται το βασικό επιχείρημα περί «πράσινης ανάπτυξης», αυτό της αντικατάστασης των παραδοσιακών, ανθυγιεινών πηγών ενέργειας από ανανεώσιμες, υγιεινότερες και πιο φιλικές στο περιβάλλον. Λαμβάνοντας υπόψη και τις περιβαλλοντικές και γεωλογικές επιπτώσεις, είναι δόκιμο να αναρωτηθούμε και να επιστρέψουμε στο κράτος και στους καπιταλιστές τα εξής ερωτήματα:

  • Πόσο πράσινη είναι τελικά αυτή η «ανάπτυξη»;
  • Μήπως τελικά η πράσινη ενέργεια ανέρχεται ως ακόμα ένας κλάδος της ενέργειας, και όχι ως τομή, όπως παρουσιάζεται;

Κλείνοντας, για να τοποθετήσουμε το όλο ζήτημα στην αγωνιστική του διάσταση, πρέπει να αναφέρουμε τους αγώνες που πυκνώνουν τους τελευταίους μήνες, και βάζουν στο προσκήνιο το περιβαλλοντικό ζήτημα. Τα αιολικά είναι η αιχμή, με κορυφαίο τον αγώνα για την υπεράσπιση των Αγράφων, ενώ κόσμος κινητοποιείται ήδη στην Οίτη, την Εύβοια, της οποίας το νότιο κομμάτι έχει ριμαχτεί από την αιολική βιομηχανία, τη Βασιλίτσα, τη Ζήρεια, τον Λάκμο, την Κρήτη, την Τήνο, την Άνδρο, τα όρη Βάλτου κ.α.

Το καλοκαίρι είναι ιδανική εποχή για να προχωρήσουν οι εργασίες στα μεγάλα υψόμετρα, καθώς ο καιρός το επιτρέπει. Είναι επόμενο πως τους προσεχείς μήνες θα ενταθούν τόσο οι κινήσεις των εταιριών, πάντα συνεπικουρούμενες από αστυνομικές δυνάμεις, όσο και οι κινητοποιήσεις κατοίκων, επισκεπτών και φίλων των βουνών και γενικότερα της φύσης.

Ακόμα ένα πεδίο αγώνα ενάντια στη λεηλασία της φύσης και της ίδιας της ζωής, ενάντια στις ορέξεις του κράτους και του κεφαλαίου, που ιδιοποιούνται αγνές, παρθένες και απάτητες περιοχές για λίγα ακόμα κέρδη. Μόνο όταν ξεμπερδέψουμε με αυτούς μπορούμε να απολαύσουμε μία ζωή απαλλαγμένη από καταπιέσεις, ιεραρχίες, εκβιασμούς και εκμετάλλευση, δίπλα και σε αρμονία με τη φύση.