Ενάντια στην αντεργατική μεταρρύθμιση – να περάσουμε από τη διεκδίκηση στην επαναστατική προοπτική

Τα τελευταία χρόνια, με το ξέσπασμα της δομικής καπιταλιστικής κρίσης, οι διάφοροι διαχειριστές του κράτους επέβαλλαν μια σειρά από νόμους προκειμένου να επεκτείνουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση των απο τα κάτω. Η υγειονομική κρίση που ξέσπασε το τελευταίο χρόνο παγκόσμια, δημιούργησε ένα προνομιακό περιβάλλον για την κυριαρχία, προκειμένου να επιχειρήσει την ολοένα και μεγαλύτερη κρατική και καπιταλιστική επίθεση. Απαγορεύσεις μετακινήσεων, διαδηλώσεων, συγκεντρώσεων και εκτεταμένη καταστολή, αποτέλεσαν και αποτελούν κεντρικές πολιτικές σε όλο τον πλανήτη.

Στον τομέα της εκπαίδευσης, ο νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη ήρθε να επιβάλλει την νέα κανονικότητα του ελέγχου και της πειθάρχησης αλλά και να ενισχύσει το ρόλο του πανεπιστημίου ως επιχείρηση. Η αποστείρωση και η εντατικοποίηση σε πανεπιστήμια και σχολεία αποτελεί για την κυριαρχία ιδανικό εργαλείο διαμόρφωσης του μελλοντικού και πλέον πειθήνιου εργατικού δυναμικού. Στον τομέα της εργασίας, τα «υγειονομικά μέτρα» αποτέλεσαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για το βάθεμα της εκμετάλλευσης. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν, τα μέτρα «προστασίας της εργασίας» ήρθαν για να πλήξουν τις εργαζόμενες και να διασώσουν τα αφεντικά. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν να προσπαθούν να επιβιώσουν με το επίδομα των 534 ευρώ. Ενώ ακόμη περισσότεροι είναι αυτοί που αποκλείστηκαν και από αυτό το επίδομα, επειδή δούλευαν αδήλωτοι. Την ίδια ώρα αναγκάστηκαν να συνεχίζουν να δουλεύουν τσάμπα, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, με το φόβο του εξοντωτικού προστίμου για τη μετάβασή τους προς και από τη δουλειά. Παράλληλα, εισήχθη σε πολλούς κλάδους και επεκτάθηκε δραματικά σε άλλους, η τηλεργασία, με πολλές και βαθιές αρνητικές επιπτώσεις στους όρους εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Μέσα σε αυτή τη νέα κανονικότητα και το δυστοπικό πλαίσιο που βιώνουμε, έρχεται το καινούργιο νομοσχέδιο Χατζηδάκη, το οποίο στοχεύει να δώσει τέλος στις εργατικές διεκδικήσεις και να αναιρέσει και τα τελευταία εργατικά κεκτημένα. Πιο συγκεκριμένα, η κατάργηση της 8ωρης εργασίας είναι κομβικό σημείο του νέου νόμου και έρχεται να νομιμοποιήσει την υπάρχουσα συνθήκη σε διάφορους εργασιακούς τομείς αλλά και να την επεκτείνει σε άλλους. Η υπερωριακή εργασία πλέον θα είναι απλήρωτη και θα αντιστοιχεί με μέρες ή ώρες ρεπό, όταν και εφόσον το επιτρέψουν τα αφεντικά. Η δεκάωρη εργασία θα πραγματοποιείται μέσω ατομικών συμβάσεων στις επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες μέσα από το ίδιο το νομοσχέδιο, θα αυξηθούν κατακόρυφα. Παράλληλα, καμία διάταξη δεν προστατεύει τον εργαζόμενο από το να απολυθεί και οι απλήρωτες ώρες υπερωρίας να πάνε στα αζήτητα. Ένα άλλο σημείο του νομοσχεδίου αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης επέκτασης της κυριακάτικης εργασίας στο λιανεμπόριο από την αριστερή κυβέρνηση, η οποία πλέον επεκτείνεται σε ακόμη 7 τουλάχιστον κλάδους. Η εντατικοποίηση της εργασίας και η επέκταση των ωραρίων, όπως συνοπτικά αναπτύχθηκαν παραπάνω είναι μια συνθήκη που νομοτελειακά θα οδηγήσει σε ακόμα περισσότερα «εργατικά ατυχήματα» – εργατικές δολοφονίες. Τέλος, η εισαγωγή της τηλεργασίας τον τελευταίο χρόνο έρχεται να μονιμοποιηθεί, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς, όπου ο προσωπικός χρόνος και χώρος μετατρέπεται σε εργασιακός. Με αυτό το τρόπο τα όρια ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου γίνονται δυσδιάκριτα με διάφορες ψυχολογικές, μεταξύ άλλων, συνέπειες στους εργαζόμενους. Η δουλειά από το σπίτι εμποδίζει την αλληλεπίδραση με συναδέλφισσες άρα οποιαδήποτε συλλογικοποίηση και αντίδραση γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Συγχρόνως, πραγματοποιείται μια τεράστια απαλλαγή δαπανών από τα αφεντικά, καθώς οικονομικά φορτία μετακυλίονται στους εργαζόμενους (ρεύμα, νερό, υλικοτεχνική υποδομή Η/Υ, internet, καθαριότητα κ.α.).

Την ίδια στιγμή, το νομοσχέδιο επιχειρεί να βάλει τέλος στις εργατικές διεκδικήσεις και να απλώσει ένα καθεστώς, όπου κράτος και αφεντικά ανενόχλητα, θα επιτίθενται στις εργαζόμενες. Η υποχρεωτική καταγραφή σωματείων και μελών τους και η διαχείριση αυτής της πληροφορίας από το κράτος θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα οργάνωσης σε σωματεία, καθώς θα στοχοποιούνται όσοι επιθυμούν κάποια μορφή συλλογικοποίησης. Πολλαπλές διατάξεις του νέου νόμου έρχονται να χτυπήσουν ειδικά την απεργία. Αυτό γίνεται:

1) μέσω της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις γενικές συνελεύσεις και της απαίτησης για το 50%+1 των μελών προκειμένου η απεργία να είναι νόμιμη (διάταξη που ψήφισε η κυβέρνηση του σύριζα),

2) μέσω της θεσμοθέτησης προσωπικού ασφαλείας στο 1/3 του συνόλου των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που ονομάζουν «κοινής ωφέλειας», οδηγώντας στη λειτουργία της επιχείρησης τη μέρα της απεργίας και άρα μετατρέποντάς την σε συμβολική,

3) με την ποινικοποίηση των απεργιακών περιφρουρήσεων που αποτελεί ασπίδα για την απεργοσπασία και μπορεί να οδηγήσει στην παρανομοποίηση της απεργίας αν εμποδιστεί η είσοδος απεργοσπαστών στην επιχείρηση ή ακόμη και αν τους ασκηθεί ψυχολογική βία (!).

Τέλος, οι διατάξεις που ανοίγουν το δρόμο για απολύσεις συνδικαλιστών δείχνουν ξεκάθαρα τη στόχευση της συνδικαλιστικής δράσης γενικότερα.

Αυτό λοιπόν είναι το παρόν και το μέλλον που κράτος και αφεντικά εξυφαίνουν για μας και την τάξη μας. Ένα μέλλον με ακόμα λιγότερο χρόνο και ελευθερίες, με ακόμα περισσότερο θάνατο, εκμετάλλευση και υποταγή. Το νομοσχέδιο της ΝΔ στη μετά-covid κανονικότητα έρχεται να επισφραγίσει την ύφεση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Να πάρει πίσω και τις τελευταίες εργατικές κατακτήσεις του παρελθόντος, να βάλει ταφόπλακα σε κάθε διεκδίκηση και να επιβάλλει σιωπή νεκροταφείου στους εργασιακούς χώρους. Η μόνη απάντηση στα σχέδια τους δε μπορεί παρά να είναι ο ανυποχώρητος ταξικός αγώνας και η (αυτο)οργάνωση των εργατών/τριων. Ένας αγώνας σε πολλά επίπεδα και με μεγάλο εύρος: από τη συλλογικοποίηση και την οργάνωση στα σωματεία βάσης, την καθημερινή πολιτική δουλειά στους χώρους εργασίας και το σαμποτάζ στην παραγωγική διαδικασία, μέχρι τη συμμετοχή στις απεργίες και την περιφρούρησή τους, στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις στο δρόμο. Και όταν λέμε απεργίες δεν εννοούμε τα 24ωρα «πυροτεχνήματα» της ξεπουλημένης εργοδοτικής ΓΣΕΕ την ημέρα της εκάστοτε ψήφισης, ούτε το μάντρωμα στα κομματικά στεγανά του ΠΑΜΕ, αλλά τις απεργίες διαρκείας και τις άγριες απεργίες, που μπλοκάρουν την παραγωγή, προκαλούν υλικό κόστος στα αφεντικά και είναι διατεθειμένες και έτοιμες να αντιμετωπίσουν την καταστολή. Μονάχα έτσι η απεργία μπορεί να γίνει ξανά λέξη επικίνδυνη.

Και αν κάτι τέτοιο στη σημερινή δυστοπική συνθήκη φαντάζει ουτοπικό, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα, για να διδάξουν και να εμπνεύσουν τους αγώνες του σήμερα. Από την εξέγερση στο Σικάγο το 1886, όπου και κατακτήθηκε το 8ωρο, μέχρι το ματωμένο Μάη των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το ’36. Από τις μαζικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής και τα ξηλωμένα πεζοδρόμια της δεκαετίας του ’60, μέχρι τις απεργίες διαρκείας και τους πρώτους νεκρούς της μεταπολίτευσης. Από τις συγκρουσιακές απεργιακές περιφρουρήσεις της δεκαετίας του ’90, μέχρι τις τεράστιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις των πρώτων μνημονιακών χρόνων, όταν και ανέλαβε η σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ να αφομοιώσει και να αποσαθρώσει τα κινήματα. Η ιστορία μας δείχνει ότι τίποτα δε μας χαρίστηκε και τίποτα δεν αποκτήθηκε με μια απλωμένη παλάμη, αλλά τα πάντα κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες, όχι νόμιμους ή παράνομους αλλά δίκαιους. Το ίδιο αποδεικνύουν και οι ανά τον πλανήτη εξεγέρσεις τα τελευταία χρόνια, σε Γαλλία, Χιλή, Κολομβία, Κίνα, και αλλού, εκεί όπου η ιστορία γράφεται και που όλα είναι δυνατά.

Δε θα πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι όσο υπάρχουν κράτη και καπιταλισμός, όσο υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, η εργασία ποτέ δε θα αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά θα είναι πάντα προϊόν εκμετάλλευσης και καταναγκασμός ή αλλιώς μισθωτή σκλαβιά. Έτσι, κανένας αγώνας για την ανάσχεση κάποιου αντεργατικού νομοσχεδίου ή για βελτίωση των συνθηκών εργασίας δε θα είναι ποτέ αρκετός, αν δε στοχεύει στην κοινωνική/ατομική απελευθέρωση και την κατάργηση του κράτους και του καπιταλισμού. Να απορρίψουμε λοιπόν, κάθε δημοκρατική ψευδαίσθηση και να περάσουμε από τη διεκδίκηση στην επαναστατική προοπτική. Να προτάξουμε και να αγωνιστούμε για την κοινωνική επανάσταση, για ένα κόσμο ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης, με βάση την αρχή από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητες του, στην καθεμία σύμφωνα με τις ανάγκες της.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ, ΟΛΟΙ/ΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΑΠΕΡΓΙΕΣ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ – ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ – ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Αναρχικές συλλογικότητες, στέκια, συντρόφισσες-οι

Αλληλεγγύη στον αγώνα του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα – μέχρι το γκρέμισμα και της τελευταίας φυλακής

Για άλλη μια φορά, την τρίτη τα τελευταία χρόνια, ο πολιτικός κρατούμενος και μέλος της ε.ο.17Ν Δημήτρης Κουφοντίνας προχωρά σε απεργία πείνας, ξαναπιάνοντας το νήμα των αγώνων απέναντι στην κρατική και πολιτική εξουσία. Αιτία και πάλι η εκδικητική και αυθαίρετη μεταχείρισή του από τους κρατικούς μηχανισμούς, με μια σειρά ενεργειών που στόχο έχουν να κάμψουν το αγωνιστικό του φρόνημα και να τιμωρήσουν τη συνεπή, αμετανόητη στάση του απέναντι στο καθεστώς, όντας όμηρος για 18 χρόνια στα κελιά της ελληνικής δημοκρατίας σε μόνιμο καθεστώς εξαίρεσης και απομόνωσης. Στο πρόσωπό του χτυπιέται οποιο(α)σδήποτε επιχειρεί να αμφισβητήσει το κρατικό μονοπώλιο της βίας, να σπάσει την απόλυτη κυριαρχία της εξουσίας, κάθε κίνημα, κάθε αγώνας για την ανατροπή του συστήματος που γεννά και βασίζεται στην αδικία, την εκμετάλλευση, το θάνατο.

Τεράστια ευθύνη για τη μεθοδευμένη επίθεση στον Δημήτρη Κουφοντίνα φέρει η γενική γραμματέας «αντεγκληματικής πολιτικής» Σοφία Νικολάου, η οποία βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με τους χιλιάδες κρατούμενους/ες στις φυλακές όλης της χώρας. Η Σοφία Νικολάου, όντας στην αιχμή του κρατικού σχεδιασμού για τις φυλακές, ευθύνεται για την εγκληματική πολιτική στα «σωφρονιστικά» κάτεργα στους καιρούς του covid-19, καθώς και για μια σειρά νόμων και διατάξεων που στόχο έχουν να περιορίσουν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των κρατουμένων, να βάλουν ένα ακόμα λιθαράκι στο διαρκές έγκλημα που ονομάζεται φυλακή και στέρηση της ελευθερίας.

Η επίθεση στον Δημήτρη Κουφοντίνα δε μπορεί να ειδωθεί ξέχωρα από την επίθεση με όρους ασφυξίας στους αγώνες, τα κινήματα και την κοινωνία συνολικότερα, με την αιχμή του δόρατος να στρέφεται απέναντι στον αναρχικό χώρο, όντας το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της. Έτσι, μαζί και με την επίθεση στις καταλήψεις και τους αυτοοργανωμένους χώρους αγώνα, την ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των κατασταλτικών δυνάμεων, το νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, την επίθεση στους πανεπιστημιακούς χώρους, τις κάθε είδους απαγορεύσεις, αποτελούν κομμάτια του ίδιου σχεδιασμού που στόχο έχει να καταστείλει και να φιμώσει κάθε ριζοσπαστική φωνή, κάθε απόπειρα των καταπιεσμένων να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους.

Φαίνεται λοιπόν πως η συνθήκη ολοκληρωτισμού και καταστολής στην οποία έχουν βυθίσει την κοινωνία, με πρόσχημα τη διαχείριση του covid-19, είναι η ιδανική για να ξεμπερδέψουν με το «μόνιμο αγκάθι» που ονομάζεται Δημήτρης Κουφοντίνας, είτε οδηγώντας τον στο θάνατο είτε προκαλώντας ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του. Είναι χρέος μας να μην επιτρέψουμε κάτι τέτοιο να συμβεί. Η νίκη του αγώνα του θα είναι μια ανάσα απέναντι στον εντεινόμενο αυταρχισμό του κράτους, για τις δύσκολες εποχές που ζούμε και για αυτές που έρχονται. Να σταθούμε δίπλα στους αγώνες των φυλακισμένων που αντιστέκονται και υψώνουν τη φωνή τους απέναντι στο τέρας του «σωφρονισμού». Να αγωνιστούμε από κοινού απέναντι στους γδάρτες των ονείρων μας, απέναντι στην κρατική και καπιταλιστική βαρβαρότητα που χτίζει και έχει ανάγκη τις φυλακές.

Κράτη και κεφάλαιο οι μόνοι τρομοκράτες

Νίκη στην απεργία πείνας του αγωνιστή πολιτικού κρατούμενου Δ. Κουφοντίνα

Δύναμη στους συντρόφους απεργούς πείνας Γ. Δημητράκη, Ν. Μαζιώτη

Στηρίζουμε – συμμετέχουμε στην συγκέντρωση αλληλεγγύης την Παρασκευή 29/1 στα Προπύλαια στις 5μμ, όπως και σε κάθε κίνηση αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δ. Κουφοντίνα

Ανάρτηση πανό και αναγραφή συνθημάτων ενάντια στην καταστολή και τις απαγορεύσεις των ημερών μας

Με πρόφαση την υγειονομική κρίση και ενώ το δεύτερο lockdown βρίσκεται σε ισχύ, το κράτος με τις ευλογίες των “ειδικών” του προέβη σε νέα μέτρα επιτήρησης και πειθάρχησης. Περιορισμός στις μετακινήσεις, ολική απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 9, αυξημένη αστυνομοκρατία. Παράλληλα με τις απαγορεύσεις, το κράτος και οι μηχανισμοί του επενδύουν σε ότι τους είναι απαραίτητο για την επιβίωσή τους, προσλαμβάνοντας καραβανάδες, ειδικούς φρουρούς και κάθε λογής μπάτσο αλλά και αναβαθμίζοντας τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τον στόλο τους. Ταυτόχρονα, εκμεταλλευόμενο την παρούσα συνθήκη, ετοιμάζει ένα σχέδιο εξάλειψης και των τελευταίων εργατικών κεκτημένων και αντιστάσεων. Το νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση συμπεριλαμβάνει τη θέσπιση της κατάργησης του 8ωρου, τις απλήρωτες υπερωρίες αλλά και ένα επιπλέον χτύπημα στο δικαίωμα της απεργίας. Τέλος, συνεχίζει την εγκληματική του διαχείριση στις φυλακές και τα κέντρα κράτησης μεταναστών, όπου ήδη μετράνε νεκρούς από τις (ούτως ή άλλως) απάνθρωπες συνθήκες κράτησης και συνωστισμού.

Μέσα στο γενικότερο κλίμα τρομοκράτησης, το κράτος απαγόρευσε όλες τις συγκεντρώσεις/πορείες για το τριήμερο του Πολυτεχνείου και οποιαδήποτε συνάθροιση άνω των τριών ατόμων, ενώ ο Χρυσοχοΐδης έκανε σαφές πως “δε θα γίνει καμία εξαίρεση” υπογραμμίζοντας πως “δυστυχώς οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια.” Αγνοώντας το καθεστώς φόβου, σύντροφοι και συντρόφισσες έσπασαν στην πράξη την απαγόρευση ανοίγοντας τον χώρο του Πολυτεχνείου, ενώ ταυτόχρονα καταλήφθηκε και η πρυτανεία του ΕΜΠ στην Πολυτεχνειούπολη. Την επόμενη μέρα, η ΕΛ.ΑΣ. με συντονισμένη επιχείρηση εισέβαλε στους δύο πανεπιστημιακούς χώρους συλλαμβάνοντας 92 συντρόφους και συντρόφισσες. Οι κινήσεις αυτές ενόχλησαν το κυρίαρχο αφήγημα περί “εθνικής προσπάθειας ενάντια στην πανδημία” γι’αυτό και αντιμετωπίστηκαν με μηδενική ανοχή.

Την ημέρα της 17 Νοέμβρη ένας στρατός από χιλιάδες μπάτσους, αύρες και drones επιχείρησαν να επιβάλλουν εκ νέου το καθεστώς τρομοκρατίας και καταστολής. Σε όποιο μέρος υπήρχε καλεσμένη συγκέντρωση η παρουσία των μπάτσων στα σημεία και περιμετρικά αυτών, έκανε την πρόσβαση ουσιαστικά αδύνατη. Ο κόσμος που κατάφερε να συγκεντρωθεί στα Προπύλαια κυνηγήθηκε μέχρι το Μεταξουργείο. Ταυτόχρονα και μέχρι αργά το απόγευμα αγωνιστές/στριες συγκεντρώθηκαν σε γειτονιές της Αθήνας (Κυψέλη, Νέα Σμύρνη, Πετράλωνα, Σεπόλια, Βύρωνα, Αγία Παρασκευή, Περιστέρι) αλλά και σε πολλές πόλεις της επαρχίας, ενώ επίθεση έγινε και στο ΑΤ Συκεών Θεσσαλονίκης. Πολλές από αυτές τις συγκεντρώσεις-πορείες χτυπήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής με αποτέλεσμα συλλήψεις και τραυματισμούς. Το σημαντικό όμως είναι πως αρκετός κόσμος δεν πειθάρχησε στις προσταγές του κράτους αλλά κατέβηκε αγωνιστικά και αποφασιστικά στο δρόμο σπάζοντας έμπρακτα τις απαγορεύσεις.

Παρά το καθεστώς φόβου που μας επιβάλλεται είναι απαραίτητο να επαναδιεκδικήσουμε το χαμένο δημόσιο χώρο, να βρούμε νέους διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στους αγώνες μας και να μην αφήσουμε καμία και κανέναν μόνο του απέναντι στη θηριωδία του κράτους. Η αλληλεγγύη πρέπει να ξαναποκτήσει ουσία τόσο στο λόγο μας όσο και στις πράξεις μας. Ταυτόχρονα, πρέπει να διεκδικήσουμε την παρουσία μας στο δρόμο, να αρνηθούμε τα εισπρακτικά μέτρα του κράτους και φυσικά να μην επιτρέψουμε στην κατασταλτική μανία να γίνει συνήθεια.

Σπάζοντας την καθημερινότητα του εγκλεισμού και προσπαθώντας να παραμείνουμε πολιτικά ενεργοί σε αυτή τη δυστοπική συνθήκη γράψαμε συνθήματα και αναρτήσαμε πανό σε διάφορα σημεία της μητρόπολης.

Αλληλεγγύη στους συλληφθέντες συντρόφους και συντρόφισσες

Συλλογική άρνηση πληρωμής προστίμων

Όλοι/ες στο δρόμο να σπάσουμε τις απαγορεύσεις και το φόβο


Ο φασισμός δεν τσακίζεται με δημοκρατική φασαρία…

Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 7 χρόνια από το βράδυ της στοχευμένης δολοφονίας του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα – Killah P στο Κερατσίνι από το τοπικό τάγμα εφόδου καθαρμάτων της Χρυσής Αυγής, με τη συνενοχή της ελληνικής αστυνομίας. Ο Παύλος Φύσσας δολοφονήθηκε γιατί δεν έσκυψε το κεφάλι μπροστά στον εκφασισμό και τη σαπίλα που είχε πλημμυρίσει την ελληνική κοινωνία εκείνα τα χρόνια από άκρη σε άκρη αυτής της χώρας. Αντίθετα, ύψωσε το ανάστημά του και αντιστάθηκε. Τον σκότωσαν γιατί υπερασπίστηκε την παρέα του, την γειτονιά του, την τάξη του, την αξιοπρέπειά του, την αξιοπρέπεια όλων μας. Γι’αυτό δε θα ξεχάσουμε ποτέ ούτε θα συγχωρήσουμε τη δολοφονία του. Γι’αυτό όσες επιθέσεις και αν δεχτούν οι φασίστες ή τα γραφεία τους δε θα είναι ποτέ αρκετό.

Αυτές τις μέρες επίσης, στις 7/10, ολοκληρώνεται μετά από 5 ολόκληρα χρόνια η «περιβόητη» δίκη της Χρυσής Αυγής, με την ανακοίνωση της πρωτόδικης απόφασης για τους σχεδόν 70 κατηγορούμενους φασίστες, συμπεριλαμβανομένης της τότε ηγετικής ομάδας. Στη δίκη αυτή, εκτός από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και δύο ακόμα ανάλογης έντασης επιθέσεων (σε Αιγύπτιους αλιεργάτες και σε συνεργείο αφισοκολλητών του ΠΑΜΕ στο Πέραμα), συνεξετάστηκαν 60 ακόμα σχετικές δικογραφίες για επιθέσεις χρυσαυγιτών (με σημαντικότερη τη δολοφονία του μετανάστη Σαχζάτ Λουκμάν το 2013 από δύο ναζιστικά καθάρματα), στο πλαίσιο της ένταξης ή και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Η δίκη αυτή λειτούργησε ως «πλυντήριο» για όσους εξέθρεψαν και καρπώθηκαν από την άνοδο του φασισμού στην ελλάδα, ενώ αποτέλεσε και αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Έχει ενδιαφέρον το πώς η Χρυσή Αυγή, για δεκαετίες μία ολιγομελής οργάνωση παρακρατικών και ναζί, έφτασε μέσα σε λίγα χρόνια να γιγαντωθεί, να αποκτήσει χιλιάδες μέλη και υποστηρικτές, με αποτέλεσμα να μπει στη Βουλή το 2012 με σχεδόν 500.000 ψήφους. Οι φασίστες αποτελούν διαχρονικά ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του κράτους και του κεφαλαίου, εκεί όπου δεν φτάνει η βία των μπάτσων ή η προπαγάνδα των δημοσιογράφων. Η αστυνομική και δικαστική τους ασυλία ήταν πάντα χαρακτηριστική, είτε ως «αγανακτισμένοι πολίτες» στις συγκρούσεις πίσω από τα ΜΑΤ είτε ως «επιτροπές κατοίκων» στις πλατείες του κέντρου. Παράλληλα, με τις επιθέσεις σε μετανάστες, πολιτικούς αντιπάλους και κοινωνικούς χώρους προσπαθούσαν να κρατήσουν τρομοκρατημένα και πειθαρχημένα το πολυεθνικό προλεταριάτο και τα κινήματα, προς όφελος των αφεντικών τους.

Η περίοδος από το 2010 και μετά ήταν περίοδος έντονου κοινωνικού αναβρασμού και σημαδεύτηκε από εκτεταμένες συγκρούσεις και άγριες απεργίες έναντια στην οικονομική κρίση και τα σκληρά μέτρα που χτύπησαν ανελέητα τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις. Η Χρυσή Αυγή με τη φασιστική της ατζέντα για άλλη μία φορά ανασύρθηκε για να επιτελέσει τον αντικοινωνικό της ρόλο, να χρησιμοποιηθεί ενάντια στους κοινωνικούς αγώνες, να αποπροσανατολίσει, να διασπάσει και να τρομοκρατήσει την κοινωνική βάση. Με την τεράστια προβολή τους από τα ΜΜΕ, την προστασία από το κράτος, τη χρηματοδότηση από το μεγάλο κεφάλαιο, τις ευχές του κλήρου και τη συνενοχή των κομμάτων κάθε απόχρωσης, οι φασίστες κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσωπο, δύναμη και κοινωνική απήχηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τελικά να μπουν στη Βουλή το 2012 ως τρίτο κόμμα με 7%, κάτι που τους ενίσχυσε οικονομικά ακόμα περισσότερο, με επίσημα κρατικά κονδύλια αυτή τη φορά. Γραφεία άνοιξαν σχεδόν σε όλη την επικράτεια, ενώ στην ασυλία τους προστέθηκε και η βουλευτική.  Έτσι, μαζί με τις φιέστες, τις παρελάσεις και τα συσίτια «μόνο για έλληνες» πολλαπλασιάστηκαν και τα πογκρόμ, οι επιθέσεις, η βία και ο τρόμος σε πλατείες και γειτονιές.

Θα ήταν όμως η μισή αλήθεια αν λέγαμε ότι η η άνοδος της Χρυσής Αυγής οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην τεράστια πριμοδότηση που δέχτηκε από τα «πάνω». Οι εθνικιστικές κορώνες, τα εθνικά ιδεώδη, ο μιλιταρισμός, το ρατσιστικό δηλητήριο, η μισαλλοδοξία, πασπαλισμένα με αντισυστημικό προφίλ και αντιμνημονιακή ρητορική, βρήκαν «φιλόξενα αυτιά» σε σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Μεγάλο κομμάτι της, ούτως ή άλλως, συντηρητικής και ρατσιστικής κοινωνίας, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης μετατοπίστηκε προς την (ακρο)δεξιά, στρώνοντας το δρόμο στα φασιστικά τάγματα. Τα πιο σκοτεινά, μισανθρωπικά, σκατόψυχα ένστικτα βρήκαν τόπο και τρόπο για να εκφραστούν. Ευθύνη δεν έχουν μόνο όσοι στήριξαν ανοιχτά τη Χρυσή Αυγή αλλά και όσοι της έκλεισαν τα μάτι, επέδειξαν ανοχή ή αδιαφορία στην εγκληματική της δραστηριότητα. Το άλλο μισό της βαρβαρότητας είναι να την ανέχεσαι.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τη Χρυσή Αυγή ως κοινοβουλευτική και κοινωνική δύναμη. Παρόλο που τα εντεταλμένα καθάρματα των ΜΜΕ προσπάθησαν στην αρχή να αποσιωπήσουν το περιστατικό, οι αντιδράσεις και οι δυναμικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν άμεσα σε όλη τη χώρα ανάγκασε την κυβέρνηση Σαμαρά να κινήσει διώξεις για όλα αυτά που μέχρι τότε ήταν  «κοινό μυστικό». Ήταν μάλιστα μια καλή ευκαιρία να «καθαρίσει» το κόμμα του από τις σχέσεις με το κόμμα του Μιχαλολιάκου που έβγαιναν επικίνδυνα στη φόρα (βλέπε Κασιδιάρης-Μπαλτάκος). Ακόμα, να ξεπλύνει την αστυνομία και τους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς που προστάτευαν ή/και στελέχωναν τα φασιστικά τάγματα εφόδου. Να εντείνει την επίθεση στον αναρχικό χώρο και τους αντιφασίστες/στριες, εξισώνοντάς τους με τους χρυσαυγίτες βάσει της θεωρίας των «δύο άκρων». Τέλος, να βάλει χέρι στη μεγάλη δεξαμενή των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής και να συσπειρώσει την (ακρο)δεξιά για την επερχόμενη εκλογική «μάχη» με τον Σύριζα. Και ο Σύριζα βέβαια δεν έχασε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη δίκη κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, συντηρώντας το «αντιφασιστικό» προφίλ του για να ξεπλύνει τη μνημονιακή και αντεργατική πολιτική του.

Μέτα από 5 χρόνια δίκης λοιπόν, διασπάσεων, αλληλοκαρφωμάτων, κλαμμάτων, δηλώσεων μετανοίας και λοιπών αρχαιοελληνικών «στάσεων» απέναντι στη δικαιοσύνη, έφτασε η ώρα της απόφασης του δικαστηρίου. Να πούμε καταρχάς ότι η αστική δικαιοσύνη δεν ήταν ποτέ τυφλή ή ανεξάρτητη· ήταν πάντοτε βαθιά ταξική και κατευθυνόμενη. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι οποιαδήποτε απόφαση θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τους συσχετισμούς όπως αυτοί αποτυπώνονται στο τωρινό πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Παρόλαυτα, δε θεωρούμε ότι θα μπορούσε ποτέ η εξουσία να τιμωρίσει πραγματικά τους φασίστες γιατί είναι δικά της «παιδιά» και ως τέτοια τους προστατεύει. «Ξέρουμε καλά ότι καμιά κυβέρνηση στον κόσμο δεν θέλει να τσακίσει στ’ αλήθεια τον φασισμό, γιατί οι αστοί θα χρειάζεται να καταφεύγουν σε αυτόν κάθε φορά που θα τους γλιστράει η εξουσία από τα χέρια». Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η ατιμωρησία που απολαμβάνουν διαχρονικά οι φασίστες και οι παρακρατικοί σε αυτό τον τόπο, μεταπολεμικά, μετεμφυλιακά και μεταπολιτευτικά. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται βεβαίως και η πρόταση της εισαγγελέως στη δίκη, όπου εισηγήθηκε την απαλλαγή των φασιστών από τις κατηγορίες της «εγκληματικής οργάνωσης».

Όσον αφορά εμάς, δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη για τη δικαιοσύνη και τους νόμους τους. Η ιστορία μας έχει διδάξει ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος για να αντιμετωπίζεις τους ναζί και αυτός δε χωράει στα αστικά δίπολα «ενοχής» ή «αθωότητας», τον θεσμικό δήθεν αντιφασισμό  ή τις άνευρες δηλώσεις «καταδίκης των ναζί». Η μόνη γλώσσα που μιλάνε οι φασίστες είναι η βία και σε αυτή πρέπει να τους απευθυνόμαστε. Παράλληλα, το τέλος της δίκης θα αποτελέσει και το σημείο μηδέν για την επανεκκίνηση της Χρυσής Αυγής, αλλά και των υπόλοιπων μορφωμάτων που δημιουργήθηκαν από αυτήν, στο κομμάτι του «δρόμου». Άλλωστε, η δυναμική τους δε χάθηκε ποτέ αλλα «διαχύθηκε» ευρύτερα κοινωνικά. Είναι αυτοί που ξερνούν καθημερινά το φασιστικό και ρατσιστικό τους δηλητήριο στα social media, που επιτίθονται σε μαθητικές καταλήψεις, που μπλοκάρουν τους δρόμους αφήνοντας νηστικά προσφυγόπουλα, που δολοφόνησαν τον Ζακ-Zackie Oh μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια. Δε θα πρέπει λοιπόν να τους επιτρέψουμε να ξανασηκώσουν κεφάλι αλλά να τους το σπάσουμε, άμεσα και αποφασιστικά. Σε μια περίοδο που η φασιστική ατζέντα είναι επίσημα η ατζέντα του κράτους, όπου μαίνεται ο πόλεμος απέναντι στον αναρχικό χώρο, στους μετανάστες/στριες και την κοινωνία, να ενδυναμώσουμε τους κοινούς αγώνες μας, την αλληλεγγύη, τον πόλεμο σε κράτος, κεφάλαιο και τους φασίστες τους, με κάθε μέσο και με όλα.

Γι’αυτούς τους λόγους λοιπόν, στις 7 του Οκτώβρη το πρωί θα είμαστε έξω από το Εφετείο, απέναντι στους χρυσαυγίτες, τους ένστολους κρατικούς προστάτες τους, τη δικαστική εξουσία, τους πολιτικούς πάτρωνές τους, φωνάζοντας πως:

ΟΥΤΕ ΜΕ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ ΟΥΤΕ ΜΕ ΦΥΛΑΚΕΣ – Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΤΣΑΚΙΖΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ, ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ, ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ…

PDF