Αντικρατική/αντιφασιστική διαδήλωση για τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα

Κυριακή 18/09 – 5:30, Κερατσίνι, Παύλου Φύσσα 60

Κάλεσμα για αντικρατικό/αντιφασιστικό μπλόκ στην διαδήλωση τιμής και μνήμης στον αντιφασίστα Παύλο Φυσσα.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ 2 ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ Χ.Α

Η αστική δικαιοσύνη και το πολιτικό προσωπικό της χώρας αναγκάστηκε να καταδικάσει την Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση. Η κυβέρνηση διαβλέποντας ότι μια ενδεχόμενη ατιμωρησία θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά για την ίδια, αφού θα αναζωπύρωνε τα αντιφασιστικά-αντικυβερνητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και θα όπλιζε το χέρι της λαϊκής αυτοδικίας, επιχείρησε με την καταδικαστική απόφαση να αφομοιώσει τις δυναμικές του αντιφασιστικού κινήματος και να εμφανιστεί σαν η κυβέρνηση που οδήγησε τους φασίστες στα δικαστήρια. Το πολύμορφο αντιφασιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια στην κοινωνία ήταν αυτό που δεν επέτρεψε μια ενδεχόμενη ατιμωρησία αφού το πολιτικό κόστος για την Κυβέρνηση θα ήταν τεράστιο, αν κρίνουμε μόνο από τους 30.000 αντιφασίστες/ριες που περικύκλωσαν το εφετείο την ημέρα της απόφασης.Το πολιτικό προσωπικό και η αστική δικαιοσύνη επιχείρησε να «καθαρίσει» μέσα από την δίκη της Χρυσής Αυγής τις σχέσεις κράτους – παρακράτους. Την οργανική σχέση των ταγμάτων εφόδου με τους διοικητές των τοπικών Α.Τ., τις σχέσεις της Χ.Α. με μεγάλο-εργολάβους στο Πέραμα, τον δημοσιογραφικό οχετό που έσταζε δηλητήριο για τους μετανάστες και έδινε βήμα στους φασίστες ενώ συγκάλυπτε την δολοφονική τους δράση. Το μηντιακό σύστημα που διευκόλυνε την ναζιστική συμμορία, που ζητούσε μια “πιο σοβαρή” Χρυσή Αυγή, που δεν έβλεπε ούτε τις σβάστικες, ούτε τα ναζιστικά κηρύγματα, που στις τηλεοράσεις παρουσίαζε σαν ράκο τον Ρουπακιά, που διαφήμιζε τα παιδιά με τα μαύρα που πήγαιναν τις γριούλες στα atm. Επιχείρησε να ξελασπώσει την Cosco που στο λιμάνι του Πειραιά έδινε εντολή σε χρυσαυγίτες για να σπάσουν τις απεργίες των ναυτεργατών, την αστική δικαιοσύνη που επί δεκαετίες αθώωνε φασίστες στα δικαστήρια όταν συλλαμβάνονταν για την δολοφονική τους δράση. Επιχείρησε να καθαρίσει την ομάδα Δίας που παρακολουθούσε αμέτοχη να δολοφονούν τον Παύλο Φύσσα. Επιχείρησε με την καταδικαστική απόφαση εναντίον της Χρυσής Αυγής να παρουσιάσει την οργάνωση σαν παρθενογένεση και όχι σαν αυτό που πραγματικά υπήρξε: σαν μια Οργάνωση Νεοναζί φονιάδων, γέννημα θρέμμα του πολιτικού συστήματος, εργαλείο των αστικών κυβερνήσεων.

Το ποια τάξη υπηρέτησε και εναντίον ποιας τάξης συνεχίζει να στρέφεται φαίνεται ακόμα πιο καθαρά από τους στόχους που επέλεγαν να χτυπούν οι Ρουπακιάδες και τα «τάγματα εφόδου» τους: με επιθέσεις στο ντόπιο και ξένο προλεταριάτο, με δολοφονίες μεταναστών εργατών όπως ο Σαχζάτ Λουκμάν και ο Αλίμ Αμπντούλ Μάναν, με επιθέσεις σε δομές του κινήματος και σε κοινότητες μεταναστών. Απολαμβάνοντας το ακαταδίωκτο και την αστυνομική-δικαστική ασυλία επιδίωξαν να ηγεμονεύσουν στις γειτονιές, δίνοντας διαπιστευτήριά στις δυνάμεις του κεφαλαίου ότι είναι άξιοι να τους ανατεθεί μερίδιο της πολιτικής εξουσίας, όντας ικανοί να αντιμετωπίσουν ακόμα και ένοπλα το ανταγωνιστικό κίνημα.

Το αντιφασιστικό κίνημα, ο μαχητικός αντιφασισμός που κυρίως αναπτύχθηκε και έδρασε μέσα από τις γραμμές του αντιεξουσιαστικού χώρου, έδωσε την απάντηση στον φασιστικό οχετό. Χτύπησε τους φασίστες όπου τους βρήκε, έδωσε μάχες εμπροσθοφυλακής σε κάθε γωνία του ελληνικού χώρου, διεξήγαγε μια μεγάλης κλίμακας αντιφασιστική προπαγάνδα και παρήγαγε ριζοσπαστικό, επαναστατικό, αντιφασιστικό λόγο. Οι θεωρητικές επεξεργασίες, οι δυνάμεις, τα ρίσκα, η αυτοθυσία των αντιφασιστών κράτησαν τον αντιφασιστικό χαρακτήρα του δημοσίου χώρου και έστειλαν τους μισάνθρωπους νεοναζί και τους υπόλοιπους ακροδεξιούς- και πάλι-μακριά από το δρόμο.

Οι 2 αντιφασίστες αγωνιστές αποτελούν κομμάτι μιας ευρύτερης πολύμορφης και δυναμικής αντιπαράθεσης μεταξύ της αγωνιζόμενης κοινωνίας, του Κράτους και των φασιστών. Μιας αντιστασιακής παρακαταθήκης πλούσιας σε περιεχόμενα και δυναμικές οπού πρωτοπόρο τμήμα της υπήρξαν οι μαχητικοί αντιφασίστες και αντιφασίστριες που συγκρούστηκαν – και υλικά – χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες και ιδιοτελή οφέλη με τους φασίστες. Αποτελούν κομμάτι της δικής μας «αντιφασιστικής νίκης» που κατατρόπωσε τον φασισμό στερώντας του ζωτικό χώρο στις γειτονιές και στον δημόσιο χώρο, μεταφέροντας τελικά μέσα από επίμονες και επίπονες προσπάθειες τον φόβο αποκλειστικά και μόνο στο απέναντι στρατόπεδο. Τέλος, αποτελούν τμήμα μιας πανελλαδικής στρατηγικής εξουδετέρωσης του φασισμού στη χώρα που στέρησε στους φασίστες πολιτικά γραφεία και πολιτικό οξυγόνο εξαφανίζοντας τους στις τρύπες τους. Η αλληλεγγύη μας λοιπόν στους 2 συντρόφους αποτελεί ταξικό – αντιφασιστικό καθήκον όσων συνεχίζουν να υπερασπίζονται την μαχητική αντιφασιστική παράδοση αυτού του τόπου, όσων συνεχίζουν να οπλίζονται απέναντι στον φασισμό και στο σύστημα που τον γεννά. Αποτελεί βασικό κόμβο πρόσδεσης όσων συνεχίζουν να υπερασπίζονται το πολυεθνικό προλεταριάτο απέναντι στις επιθέσεις των αφεντικών και των «ταγμάτων εφόδου» αναγνωρίζοντας ότι η πολιτική και ταξική οργάνωση του αποτελεί στρατηγικό και τακτικό επίδικο στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Στις 18.9.2022 οι δυνάμεις του μαχητικού αντιφασισμού θα δώσουν και πάλι το παρών στη γειτονιά της αντίστασης απέναντι στην κατοχή εκεί οπού στην «μάχη της ηλεκτρικής» οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μαζί με κατοίκους κατάφεραν να συντρίψουν τους Γερμανούς κατακτητές. Εκεί που ο Παύλος Φύσσας στάθηκε με μαχητικότητα και αδιαλλαξία μπροστά στο χρυσαυγίτικο τάγμα εφόδου που επιτέθηκε δολοφονώντας τον, δίνοντας τη ζωή του μαχόμενος, υπερασπιζόμενος τα ιδανικά μιας ολόκληρης κοινωνίας που ζει σε καθεστώς οικονομικής επισφάλειας και ανελευθερίας. Ο Παύλος Φύσσας παρότι δεν ήταν ενταγμένος σε κάποιον πολιτικό χώρο ή συλλογικότητα ενσάρκωνε ορισμένα από τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν έναν ολοκληρωμένο αγωνιστή και άνθρωπο αφού κατάφερε σε μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν τον θάνατο του να επιδείξει γενναιότητα, συντροφικότητα και με ανεξάντλητη ανθρωπιά και δύναμη να αντιτάξει το σώμα και την αντιφασιστική ψυχή του οδόφραγμα απέναντι στον φόβο και την επιβολή της άτακτης φυγής.

Αντιφασίστες/ αντιφασίστριες από το κέντρο και τις γειτονίες της Αθήνας και του Πειραιά

Ενάντια στην αντεργατική μεταρρύθμιση – να περάσουμε από τη διεκδίκηση στην επαναστατική προοπτική

Τα τελευταία χρόνια, με το ξέσπασμα της δομικής καπιταλιστικής κρίσης, οι διάφοροι διαχειριστές του κράτους επέβαλλαν μια σειρά από νόμους προκειμένου να επεκτείνουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση των απο τα κάτω. Η υγειονομική κρίση που ξέσπασε το τελευταίο χρόνο παγκόσμια, δημιούργησε ένα προνομιακό περιβάλλον για την κυριαρχία, προκειμένου να επιχειρήσει την ολοένα και μεγαλύτερη κρατική και καπιταλιστική επίθεση. Απαγορεύσεις μετακινήσεων, διαδηλώσεων, συγκεντρώσεων και εκτεταμένη καταστολή, αποτέλεσαν και αποτελούν κεντρικές πολιτικές σε όλο τον πλανήτη.

Στον τομέα της εκπαίδευσης, ο νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη ήρθε να επιβάλλει την νέα κανονικότητα του ελέγχου και της πειθάρχησης αλλά και να ενισχύσει το ρόλο του πανεπιστημίου ως επιχείρηση. Η αποστείρωση και η εντατικοποίηση σε πανεπιστήμια και σχολεία αποτελεί για την κυριαρχία ιδανικό εργαλείο διαμόρφωσης του μελλοντικού και πλέον πειθήνιου εργατικού δυναμικού. Στον τομέα της εργασίας, τα «υγειονομικά μέτρα» αποτέλεσαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για το βάθεμα της εκμετάλλευσης. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν, τα μέτρα «προστασίας της εργασίας» ήρθαν για να πλήξουν τις εργαζόμενες και να διασώσουν τα αφεντικά. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν να προσπαθούν να επιβιώσουν με το επίδομα των 534 ευρώ. Ενώ ακόμη περισσότεροι είναι αυτοί που αποκλείστηκαν και από αυτό το επίδομα, επειδή δούλευαν αδήλωτοι. Την ίδια ώρα αναγκάστηκαν να συνεχίζουν να δουλεύουν τσάμπα, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, με το φόβο του εξοντωτικού προστίμου για τη μετάβασή τους προς και από τη δουλειά. Παράλληλα, εισήχθη σε πολλούς κλάδους και επεκτάθηκε δραματικά σε άλλους, η τηλεργασία, με πολλές και βαθιές αρνητικές επιπτώσεις στους όρους εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Μέσα σε αυτή τη νέα κανονικότητα και το δυστοπικό πλαίσιο που βιώνουμε, έρχεται το καινούργιο νομοσχέδιο Χατζηδάκη, το οποίο στοχεύει να δώσει τέλος στις εργατικές διεκδικήσεις και να αναιρέσει και τα τελευταία εργατικά κεκτημένα. Πιο συγκεκριμένα, η κατάργηση της 8ωρης εργασίας είναι κομβικό σημείο του νέου νόμου και έρχεται να νομιμοποιήσει την υπάρχουσα συνθήκη σε διάφορους εργασιακούς τομείς αλλά και να την επεκτείνει σε άλλους. Η υπερωριακή εργασία πλέον θα είναι απλήρωτη και θα αντιστοιχεί με μέρες ή ώρες ρεπό, όταν και εφόσον το επιτρέψουν τα αφεντικά. Η δεκάωρη εργασία θα πραγματοποιείται μέσω ατομικών συμβάσεων στις επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες μέσα από το ίδιο το νομοσχέδιο, θα αυξηθούν κατακόρυφα. Παράλληλα, καμία διάταξη δεν προστατεύει τον εργαζόμενο από το να απολυθεί και οι απλήρωτες ώρες υπερωρίας να πάνε στα αζήτητα. Ένα άλλο σημείο του νομοσχεδίου αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης επέκτασης της κυριακάτικης εργασίας στο λιανεμπόριο από την αριστερή κυβέρνηση, η οποία πλέον επεκτείνεται σε ακόμη 7 τουλάχιστον κλάδους. Η εντατικοποίηση της εργασίας και η επέκταση των ωραρίων, όπως συνοπτικά αναπτύχθηκαν παραπάνω είναι μια συνθήκη που νομοτελειακά θα οδηγήσει σε ακόμα περισσότερα «εργατικά ατυχήματα» – εργατικές δολοφονίες. Τέλος, η εισαγωγή της τηλεργασίας τον τελευταίο χρόνο έρχεται να μονιμοποιηθεί, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς, όπου ο προσωπικός χρόνος και χώρος μετατρέπεται σε εργασιακός. Με αυτό το τρόπο τα όρια ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου γίνονται δυσδιάκριτα με διάφορες ψυχολογικές, μεταξύ άλλων, συνέπειες στους εργαζόμενους. Η δουλειά από το σπίτι εμποδίζει την αλληλεπίδραση με συναδέλφισσες άρα οποιαδήποτε συλλογικοποίηση και αντίδραση γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Συγχρόνως, πραγματοποιείται μια τεράστια απαλλαγή δαπανών από τα αφεντικά, καθώς οικονομικά φορτία μετακυλίονται στους εργαζόμενους (ρεύμα, νερό, υλικοτεχνική υποδομή Η/Υ, internet, καθαριότητα κ.α.).

Την ίδια στιγμή, το νομοσχέδιο επιχειρεί να βάλει τέλος στις εργατικές διεκδικήσεις και να απλώσει ένα καθεστώς, όπου κράτος και αφεντικά ανενόχλητα, θα επιτίθενται στις εργαζόμενες. Η υποχρεωτική καταγραφή σωματείων και μελών τους και η διαχείριση αυτής της πληροφορίας από το κράτος θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα οργάνωσης σε σωματεία, καθώς θα στοχοποιούνται όσοι επιθυμούν κάποια μορφή συλλογικοποίησης. Πολλαπλές διατάξεις του νέου νόμου έρχονται να χτυπήσουν ειδικά την απεργία. Αυτό γίνεται:

1) μέσω της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις γενικές συνελεύσεις και της απαίτησης για το 50%+1 των μελών προκειμένου η απεργία να είναι νόμιμη (διάταξη που ψήφισε η κυβέρνηση του σύριζα),

2) μέσω της θεσμοθέτησης προσωπικού ασφαλείας στο 1/3 του συνόλου των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που ονομάζουν «κοινής ωφέλειας», οδηγώντας στη λειτουργία της επιχείρησης τη μέρα της απεργίας και άρα μετατρέποντάς την σε συμβολική,

3) με την ποινικοποίηση των απεργιακών περιφρουρήσεων που αποτελεί ασπίδα για την απεργοσπασία και μπορεί να οδηγήσει στην παρανομοποίηση της απεργίας αν εμποδιστεί η είσοδος απεργοσπαστών στην επιχείρηση ή ακόμη και αν τους ασκηθεί ψυχολογική βία (!).

Τέλος, οι διατάξεις που ανοίγουν το δρόμο για απολύσεις συνδικαλιστών δείχνουν ξεκάθαρα τη στόχευση της συνδικαλιστικής δράσης γενικότερα.

Αυτό λοιπόν είναι το παρόν και το μέλλον που κράτος και αφεντικά εξυφαίνουν για μας και την τάξη μας. Ένα μέλλον με ακόμα λιγότερο χρόνο και ελευθερίες, με ακόμα περισσότερο θάνατο, εκμετάλλευση και υποταγή. Το νομοσχέδιο της ΝΔ στη μετά-covid κανονικότητα έρχεται να επισφραγίσει την ύφεση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Να πάρει πίσω και τις τελευταίες εργατικές κατακτήσεις του παρελθόντος, να βάλει ταφόπλακα σε κάθε διεκδίκηση και να επιβάλλει σιωπή νεκροταφείου στους εργασιακούς χώρους. Η μόνη απάντηση στα σχέδια τους δε μπορεί παρά να είναι ο ανυποχώρητος ταξικός αγώνας και η (αυτο)οργάνωση των εργατών/τριων. Ένας αγώνας σε πολλά επίπεδα και με μεγάλο εύρος: από τη συλλογικοποίηση και την οργάνωση στα σωματεία βάσης, την καθημερινή πολιτική δουλειά στους χώρους εργασίας και το σαμποτάζ στην παραγωγική διαδικασία, μέχρι τη συμμετοχή στις απεργίες και την περιφρούρησή τους, στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις στο δρόμο. Και όταν λέμε απεργίες δεν εννοούμε τα 24ωρα «πυροτεχνήματα» της ξεπουλημένης εργοδοτικής ΓΣΕΕ την ημέρα της εκάστοτε ψήφισης, ούτε το μάντρωμα στα κομματικά στεγανά του ΠΑΜΕ, αλλά τις απεργίες διαρκείας και τις άγριες απεργίες, που μπλοκάρουν την παραγωγή, προκαλούν υλικό κόστος στα αφεντικά και είναι διατεθειμένες και έτοιμες να αντιμετωπίσουν την καταστολή. Μονάχα έτσι η απεργία μπορεί να γίνει ξανά λέξη επικίνδυνη.

Και αν κάτι τέτοιο στη σημερινή δυστοπική συνθήκη φαντάζει ουτοπικό, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα, για να διδάξουν και να εμπνεύσουν τους αγώνες του σήμερα. Από την εξέγερση στο Σικάγο το 1886, όπου και κατακτήθηκε το 8ωρο, μέχρι το ματωμένο Μάη των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το ’36. Από τις μαζικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής και τα ξηλωμένα πεζοδρόμια της δεκαετίας του ’60, μέχρι τις απεργίες διαρκείας και τους πρώτους νεκρούς της μεταπολίτευσης. Από τις συγκρουσιακές απεργιακές περιφρουρήσεις της δεκαετίας του ’90, μέχρι τις τεράστιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις των πρώτων μνημονιακών χρόνων, όταν και ανέλαβε η σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ να αφομοιώσει και να αποσαθρώσει τα κινήματα. Η ιστορία μας δείχνει ότι τίποτα δε μας χαρίστηκε και τίποτα δεν αποκτήθηκε με μια απλωμένη παλάμη, αλλά τα πάντα κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες, όχι νόμιμους ή παράνομους αλλά δίκαιους. Το ίδιο αποδεικνύουν και οι ανά τον πλανήτη εξεγέρσεις τα τελευταία χρόνια, σε Γαλλία, Χιλή, Κολομβία, Κίνα, και αλλού, εκεί όπου η ιστορία γράφεται και που όλα είναι δυνατά.

Δε θα πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι όσο υπάρχουν κράτη και καπιταλισμός, όσο υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, η εργασία ποτέ δε θα αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά θα είναι πάντα προϊόν εκμετάλλευσης και καταναγκασμός ή αλλιώς μισθωτή σκλαβιά. Έτσι, κανένας αγώνας για την ανάσχεση κάποιου αντεργατικού νομοσχεδίου ή για βελτίωση των συνθηκών εργασίας δε θα είναι ποτέ αρκετός, αν δε στοχεύει στην κοινωνική/ατομική απελευθέρωση και την κατάργηση του κράτους και του καπιταλισμού. Να απορρίψουμε λοιπόν, κάθε δημοκρατική ψευδαίσθηση και να περάσουμε από τη διεκδίκηση στην επαναστατική προοπτική. Να προτάξουμε και να αγωνιστούμε για την κοινωνική επανάσταση, για ένα κόσμο ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης, με βάση την αρχή από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητες του, στην καθεμία σύμφωνα με τις ανάγκες της.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ, ΟΛΟΙ/ΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΑΠΕΡΓΙΕΣ – ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ – ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ – ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Αναρχικές συλλογικότητες, στέκια, συντρόφισσες-οι